Η δικηγόρος Άννα Ιωαννίδου αναλαμβάνει υποθέσεις που έχουν να κάνουν με:
Επικοινωνήστε μαζί της για οτιδήποτε κι αν αντιμετωπίζετε.
279/2019 ΕΙΡ ΘΕΣΣΑΛ (ΕΙΔΙΚΗ) ΑΚΥΡΩΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΓΙΑ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΑ ΜΙΣΘΩΜΑΤΑ-ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ Ε2 ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ
10469/2019 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑ. (ΕΙΔΙΚΗ) ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΠΟΥ ΔΗΛΩΘΗΚΕ ΩΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , Αρμενόπουλος 11/2018)
Προσβολή εκούσιας αναγνώρισης τέκνου. Η αντίθετη προς τη βιολογική αλήθεια θεμελίωση νομικής σχέσης πατρότητας αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του μη συμπράξαντος στην αναγνώριση ανδρός.
Η αγωγή περί προσβολής απευθύνεται κατά των προσώπων που συνέπραξαν στην εκούσια αναγνώριση, ενώ ενεργητικά νομιμοποιείται το τέκνο.
Δεκτή η αγωγή.
Αριθμός Απόφασης: 10469/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Γεωργία Τουτουντζή, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σοφία Τουμανίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Μαΐου 2018, για να δικάσει την υπόθεση, με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας εκούσιας αναγνώρισης τέκνου, μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ... του ... κατοίκου ... Θεσσαλονίκης (οδός ...), με ΑΦΜ ... ενεργούσας ως ειδικής επιτρόπου του ανήλικου .... , που γεννήθηκε στις 27-5-2015, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Κολυβά (ΑΜΔΣΘ 10473), ατελώς δυνάμει της με αριθμό 2567/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης περί παροχής νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος. Η ως άνω δικηγόρος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) .... του ..., κατοίκου ... Θεσσαλονίκης (οδός ...), με ΑΦΜ ..., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της `Αννας Ιωαννίδου (ΑΜΔΣΘ 9882), ατελώς δυνάμει της με αριθμό 876/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης περί παροχής νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία κατέθεσε προτάσεις και 2) .... του ... κατοίκου ... Θεσσαλονίκης, οδός .., με ΑΦΜ .. ο οποίος δεν παραστάθηκε.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρόντων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 1477 Α.Κ εισάγεται μία ειδική δυνατότητα προσβολής της εκούσιας αναννώρισης εκ μέρους ορισμένων προσώπων, ήτοι του τέκνου και υπό προϋποθέσεις των κατιόντων αυτού, του παππού ή της γιαγιάς της μητρικής ή, σε άλλη περίπτωση, της πατρικής γραμμής, εναντίον εκείνων που συνέπραξαν στην εκούσια αναγνώριση ή των κληρονόμων τους, με την οποία επιδιώκεται η ανατροπή της αναγνώρισης μόνον «για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά πατέρας» (αρ. 1477 παρ. 1 Α.Κ) και όχι για άλλο λόγο (π.χ. διότι αυτή δεν ανταποκρίνεται προς το περιουσιακό ή ηθικό συμφέρον του τέκνου). Η δυνατότητα αυτή αποτελεί δικαίωμα που ασκείται με αγωγή μέσα στις ειδικές προθεσμίες της διάταξης του άρθρου 1478 Α.Κ, κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 614 Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, όσον αφορά στους φορείς του δικαιώματος προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης, κατ` άρθρο 1477 Α.Κ, αυτοί είναι, κατ` αποκλειστική απαρίθμηση, οι εξής: α) το τέκνο και σε περίπτωση θανάτου του ή (κατ` αναλογία) κηρύξεως του σε αφάνεια, οι κατιόντες αυτού, β) καθένας από τους γονείς της μητέρας, στην περίπτωση όπου αυτή κατά την αναγνώριση είχε πεθάνει ή (αναλογικώς) κηρυχθεί σε αφάνεια ή δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, όπως απαιτείται και` άρθρο 1477 παρ. 1 εδ. α` Α.Κ (στην περίπτωση αυτή η δήλωση έχει γίνει με μόνη την αναγνώριση του πατέρα κατ` άρθρο 1475 παρ. 1 εδ. β` Α.Κ ή κάποιου από τούς γονείς αυτού κατ` άρθρο 1475 παρ. 2 Α.Κ) και γ) εκείνος από τους γονείς του πατέρα που είχε αρνηθεί να προβεί στην αναγνώριση στην περίπτωση που σ` αυτήν είχε προβεί, λόγω θανάτου ή κήρυξης σε αφάνεια ή ανικανότητας για δικαιοπραξία του πατέρα, ο άλλος από τους δύο γονείς, κατ` άρθρο 1475 παρ. 2 Α.Κ. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο κύκλος των προσώπων αυτών είναι αρκετά περιορισμένος εν σχέσει με το προηγούμενο δίκαιο, κατά το οποίο, το ως άνω δικαίωμα είχαν η μητέρα, το τέκνο ή οι κληρονόμοι αυτού, καθώς και καθένας που είχε έννομο συμφέρον (υλικό ή ηθικό), δηλαδή κυρίως ο ίδιος ο αναγνωρίσας επικαλούμενος την αναλήθεια της πατρότητας, ο πραγματικός (φυσικός πατέρας του τέκνου, καθώς και οποιοσδήποτε ανιών ή άλλος συγγενές του αναγνωρίσαντος. Τα πρόσωπα αυτά δεν είναι πλέον, βάσει της νέας ρύθμισης, φορείς του δικαιώματος προσβολής της αναγνώρισης. Σκοπός του δραματικού αυτού περιορισμού των προσώπων που έχουν το δικαίωμα προσβολής της αναγνώρισης, κατ` άρθρο 1477 Α.Κ είναι η ανάγκη περιφρούρησης της οικογενειακής γαλήνης και ιδίως προστασίας του τέκνου από αγωγές που αποβλέπουν σε ιδιοτελείς σκοπούς (όπως λ.χ. κληρονόμων). Ωστόσο, ο νομοθετικός αυτός σκοπός έρχεται σε σύγκρουση με την ιδέα της βιολογικής αλήθειας, την οποία και παραμερίζει.. Για το λόγο αυτό αναζητήθηκαν και υποστηρίχθηκαν νομολογιακά δύο μεθοδολογικές κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση είναι αυτή της άσκησης αναγνωριστικής αγωγής περί ακυρότητας της εκούσιας αναγνώρισης, κατ` άρθρο 70 Κ.Πολ.Δ, με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της εκούσιας αναγνώρισης, από όποιον έχει έννομο συμφέρον, για το λόγο που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1477 παρ. 1 Α.Κ (βλ. αρθ. 614 παρ. 1 περ. ε` Κ.Πολ.Δ). Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή είναι καθαρά δικονομική και ως τέτοια προϋποθέτει τη θεμελίωση της ακυρότητας στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα στις απαγορευτικές διατάξεις που εμπίπτουν στην έννοια της διάταξης του άρθρου 174 Α.Κ, όπως είναι οι διατάξεις των άρθρων 281 Α.Κ, 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, όσον αφορά στην εφαρμογή του άρθρου 281 Α.Κ πρέπει να αναφερθεί ότι στην πραγματικότητα η εκούσια αναγνώριση που έγινε χωρίς ο αναγνωρίσας να είναι πραγματικός πατέρας, δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος του αναγνωρίσαντος, αφού ο τελευταίος ενήργησε έξω από τα πλαίσια οποιουδήποτε δικαιώματος, δηλαδή αυθαίρετα. Επομένως, οι προϋποθέσεις, για ευθεία εφαρμογή του άρθρου 281 Α.Κ δεν συντρέχουν. Συντρέχουν όμως οι προϋποθέσεις για αναλογική εφαρμογή της διάταξης αυτής και μάλιστα για δύο λόγους. Πρώτον, διότι η εκούσια αναγνώριση που έγινε χωρίς να ανταποκρίνεται στην βιολογική αλήθεια αποτελεί όχι κατάχρηση δικαιώματος αλλά κατάχρηση απλής δυνατότητας (φυσικής ευχέρειας), δηλαδή της δυνατότητας του προσώπου να ενεργεί ελεύθερα μέσα στα πλαίσια της έννομης τάξης, αφού ο αναγνωρίσας προβαίνοντας στην αναγνώριση, ενήργησε μεν ελεύθερα ασκώντας έννομη δυνατότητα του, αλλά κατά κατάχρηση της δυνατότητας αυτής. Και δεύτερον, διότι η εκούσια αναγνώριση που έγινε χωρίς να ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια αποτελεί και κατάχρηση θεσμού, ήτοι του θεσμού της πατρότητας και κατά συνέπεια και του θεσμού της οικογένειας, που προστατεύεται μάλιστα και συνταγματικά (αρθ. 21 παρ.1 Σ). Κατ` αναλογική εφαρμογή του άρθρου 281 Α.Κ η κατάχρηση θεσμού απαγορεύεται, εάν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός σκοπός του θεσμού. Έννομη συνέπεια της κατάχρησης, τόσο της απλής δυνατότητας όσο και του θεσμού της πατρότητας, είναι ότι η εκούσια αναγνώριση που έγινε χωρίς ο αναγνωρίσας να είναι πραγματικός πατέρας, είναι, ως δικαιοπραξία που αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου, άκυρη. Αλλά η εκούσια αναγνώριση που έγινε χωρίς ο αναγνωρίσας να είναι πραγματικός πατέρας αντίκειται επίσης και στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που αποτελούν επίσης απαγορευτικές διατάξεις κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 174 Α.Κ, από την άποψη ότι απαγορεύουν την μέσω δικαιοπραξίας προσβολή της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητας του, διότι πράγματι η αντίθετη προς τη βιολογική αλήθεια θεμελίωση νομικής σχέσης πατρότητας αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του μη συμπράξαντος στην αναγνώριση ανδρός και εμφανιζόμενου σε οικογενειακή κατάσταση διαφορετική από εκείνη στην οποία πράγματι βρίσκεται. Έννομη συνέπεια της αντίθεσης αυτής της εκούσιας αναγνώρισης προς τις εν λόγω συνταγματικές απαγορευτικές διατάξεις είναι και εδώ η ακυρότητα της εκούσιας αναγνώρισης κατ` άρθρο 174 ΑΚ. Υπό τις συνθήκες αυτές εμφανίζεται τώρα και ένας νέος πρόσθετος λόγος ακυρότητας: Η αντίθεση της εκούσιας αναγνώρισης, που έγινε χωρίς να ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια, προς τους απαγορευτικούς κανόνες τόσο του άρθρου 281 Α.Κ όσο και των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Σ είναι τόσο ισχυρή, ώστε δεν αποκλείεται ανάλογα με τις συνθήκες της περίπτωσης και ιδίως τον σκοπό και τα ελατήρια του αναγνωρίσαντος να συνιστά ταυτόχρονα και αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, με αποτέλεσμα η εκούσια αναγνώριση να είναι τότε άκυρη και κατ` άρθρο 178 Α.Κ. Η δεύτερη κατεύθυνση είναι αυτή της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 1477 Α.Κ, προς το σκοπό επίσης διεύρυνσης του κύκλου των προσώπων που θα δικαιούνται να προσβάλουν την εκούσια αναγνώριση. Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, ήτοι της αντίθεσης της εκούσιας αναγνώρισης σε απαγορευτικούς κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και στην άσκηση για το λόγο αυτό αναννωριστικής της ακυρότητας αγωγή όσο και της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 1477 Α.Κ, μεταξύ των προσώπων που εμπίπτουν στο διευρυμένο κύκλο είναι και ο αναγνωρίσας πατέρας, εφόσον όμως δεν συνέπραξε στην αναγνώριση λόγω αφάνειας ή ελλείψεως δικαιοπρακτικής ικανότητας (βλ. αρθ. 1474 παρ. 2 Α.Κ), ανεφάνη όμως ή ανέκτησε τη δικαιοπρακτική ικανότητα του μετά την αναγνώριση (Απ. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, τομ. VII, Οικογενειακό Δίκαιο, αρθ. 1477 - 1478, σελ. 616 εττ., Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, τομ. Δ`, Οικογενειακό Δίκαιο, αρ. 1477, σελ. 650 εττ. ΠΠρΡοδ 327/2005 ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, όταν την αγωγή για την προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης ασκεί το τέκνο ή οι κατιόντες του (ΑΚ 1477 παρ.1), αυτή πρέπει να απευθύνεται κατά των προσώπων που συνέπραξαν στην εκούσια αναγνώριση, δηλαδή κατά του πατέρα ή των γονέων του που έκαναν τη δήλωση και ενδεχομένως κατά της μητέρας που συναίνεσε (ΚΠολΔ 609 παρ.4). Τα παραπάνω πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους με δεσμό αναγκαστικής ομοδικίας, διότι μόνο από κοινού μπορούν να εναχθούν (ΚΠολΔ 76 παρ.1). Εφόσον η αγωγή δεν στρέφεται κατά όλων των προσώπων που νομιμοποιούνται παθητικά, απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης (Απόστολος Γεωργιάδης, Οικογενειακό Δίκαιο, Β` έκδοση, σελ. 500). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 76 παρ. 1 και 501 ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, δικαίωμα να ασκήσει αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης που εκδόθηκε παρά την απουσία του έχει ο αναγκαίος ομόδικος που ήταν απών από τη δίκη, έστω και αν αυτός σύμφωνα με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές θεωρείται ότι αντιπροσωπεύθηκε στη δίκη από τους παρόντες αναγκαίους ομοδίκους του, αφού προϋπόθεση για την εν λόγω αντιπροσώπευση είναι να είχε αυτός κλητευθεί νόμιμα στη δίκη. Το έννομο συμφέρον του απόντος ομοδίκου να ασκήσει κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του ανακοπή ερημοδικίας ως και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, κρίνει μόνο το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας, το οποίο κρίνει και τη βασιμότητα των λόγων της ανακοπής. Στην περίπτωση αυτή αρκεί η καταβολή ενός παράβολου, αφού κατ` άρθρο 76 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, η άσκηση ενδίκου μέσου, όπως είναι και η ανακοπή ερημοδικίας, από κάποιον από τους ομοδίκους έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους (ΑΠ 285/2017, ΑΠ 855/2015, ΑΠ 2146/2013, ΑΠ 764/2009, ΑΠ 1135/1993, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ,2012, τόμος I, άρθρο 76, σελ. 162). Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 592 παρ. 2 και 597 ΚΠολΔ, όπως τα προμνησθέντα άρθρα ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α`87/23-7-2015), συνάγεται ότι και στις διαφορές που αναφέρονται σε σχέσεις γονέων και τέκνων, οι οποίες εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, η ομολογία λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τις άλλες αποδείξεις και εκτιμάται ελεύθερα.
Με την από 27-11-2017 και με γενικό/ειδικό αριθμό κατάθεσης ../../28-11-2017 κλήση της ενάγουσας κατά των καθών η κλήση- εναγομένων, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, μετά την έκδοση της υπ` αριθμό 13595/2017 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία διέταξε τη διεξαγωγή ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η με αριθμό κατάθεσης ../5-9-2016 αγωγή της με την οποία αυτή ζητεί, ως ειδική επίτροπος του ανηλίκου υιού των εναγομένων, την αναγνώριση της ακυρότητας της με αριθμό ...-6-2015 πράξης εκούσιας αναγνώρισης τέκνου γεννηθέντος εκτός γάμου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ...., για τον λόγο ότι η δήλωση του δεύτερου εναγομένου για εκούσια αναγνώριση του εκπροσωπούμενου από αυτήν ανηλίκου δεν ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια, καθόσον ο δεύτερος εναγόμενος δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του τελευταίου. Η αγωγή αυτή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αναφέρονται στις σχέσεις γονέων και τέκνων (άρθρο 18 αρ. 1, 22, 592 παρ.2, 606 επ. σε συνδυασμό με 591 ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1477 και 1478 ΑΚ και πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τη με αριθμό .../22-9-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ...., την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο της 3-2-2017, οπότε αυτή συζητήθηκε και εκδόθηκε η με αριθμό 13595/2017 μη οριστική απόφαση του παρόντος δικαστηρίου, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο, ο οποίος δεν παραστάθηκε. Περαιτέρω, από τη με αριθμό .../7-3-2018 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστική επιμελήτριας, την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου για τη σημερινή δικάσιμο της 11-5-2018, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον ίδιο τον εναγόμενο. Επομένως, εφόσον αποδεικνύεται η νομότυπη επίδοση της υπό κρίση αγωγής και κλήσης στον απολειπόμενο δεύτερο εναγόμενο και αυτός δεν παραστάθηκε στην παρούσα δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του σχετικού πινακίου (βλ. τα πρακτικά), αντιπροσωπεύεται πλασματικά στην παρούσα δίκη από την παριστάμενη αναγκαίο ομόδικό του, ήτοι την πρώτη εναγόμενη, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στην οικεία νομική σκέψης της παρούσας.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ανωμοτί καταθέσεις της ενάγουσας και της πρώτης των εναγομένων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο της 3-2-2017 και περιέχονται στα ταυτάριθμα με τη με αριθμό ../2017 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την από 10-5-2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της Βιοχημικού-Αστυνόμου Β` ...., που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου με αριθμό ...10-5-2018 και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι μετ` επικλήσεως προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη των εναγομένων γέννησε στη Θεσσαλονίκη στις 27-5-2015 ένα άρρεν τέκνο, που πήρε αργότερα το όνομα ...., χωρίς να είναι παντρεμένη, καθόσον διατηρούσε επί οκταετία ερωτική σχέση με άνδρα ο οποίος ήταν έγγαμος. Για τον λόγο αυτό και για να μην δηλωθεί το ανήλικο τέκνο ως αγνώστου πατρός, φοβούμενη η μητέρα του ότι θα στιγματιζόταν κοινωνικά, ο δεύτερος εναγόμενος, στενός φίλος και συγκάτοικος της τελευταίας, της πρότεινε να αναγνωρίσει εκείνος το τέκνο, μολονότι δεν ήταν δικό του, αφού δεν είχε ερωτικές σχέσεις με την πρώτη εναγόμενη. Μετά την γέννηση του τέκνου, το οποίο εκπροσωπείται στην παρούσα δίκη από τη διορισθείσα με τη με αριθμό 5318/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) ειδική επίτροπο αυτού, και μολονότι ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν γνήσιο δικό του τέκνο, με τη με αριθμό .../2-6-2015 πράξη εκούσιας αναγνώρισης τέκνου γεννηθέντος εκτός γάμου, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ...., προέβη στην εκούσια αναγνώριση αυτού ως γνήσιο δικό του τέκνο. Στη πράξη αυτή της αναγνώρισης, άλλωστε, συναίνεσε και η μητέρα του τέκνου, πρώτη εναγόμενη, με δήλωσή της ενώπιον της συντάξασας την πράξη αυτή Συμβολαιογράφου. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά συνομολογούνται και από την παριστάμενη πρώτη εναγόμενη, η ομολογία δε αυτή εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, συνδυαζόμενη με τις λοιπές αποδείξεις που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου. Περαιτέρω με την ανωτέρω αναφερόμενη με αριθμό 13595/2017 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη και διορίσθηκε πραγματογνώμονας η ...., Αστυνόμος Β- Βιοχημικός, προκειμένου με τη λήψη αίματος από τον δεύτερο εναγόμενο και το ανήλικο τέκνο της πρώτης εναγόμενης και την εξέτασή τους με την μέθοδο της υβριδοποίησης DNA με RNA, να γνωμοδοτήσει αν ο δεύτερος εναγόμενος είναι ο φυσικός πατέρας του εν λόγω τέκνου. Η πραγματογνωμοσύνη όμως που διατάχθηκε δεν κατέστη δυνατό να διεξαχθεί, διότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν εμφανίσθηκε σε καμία από τις ορισθείσες συναντήσεις (7-11-2017 και 20-3- 2018) ενώπιον της ως άνω πραγματογνώμονος, προκειμένου να δώσει βιολογικό υλικό, καίτοι κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρο 607 παρ. 3 ΚΠολΔ) να παραστεί (βλ. τις με αριθμούς .../27-10-2017 και .../7-3- 2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..... και την από 10-5-2018 έκθεση της πραγματογνώμονος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αύξοντα αριθμό ../2018, στην οποία αναφέρεται ότι αυτή δεν κατέστη εφικτή λόγω της μη προσέλευσης του δεύτερου εναγόμενου). Η αδικαιολόγητη άρνηση του τελευταίου εκτιμάται ελεύθερα, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις και δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την πατρότητα ή μη αυτού (δεύτερου εναγομένου), όμως από αυτήν και σύμφωνα με το άρθρο 607 παρ. 1 ΚΠολΔ θεωρούνται ότι έχουν αποδειχθεί οι ισχυρισμοί του ενάγοντος (βλ. Ολ.ΑΠ 32/1990, ΠΠρΑΘ 3569/2011, Νόμος).
Ενόψει όλων των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ...., που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 27-5-2015, δεν τυγχάνει γνήσιο τέκνο του αναγνωρίσαντος αυτόν εκουσίως, δεύτερου εναγόμενου. Εξάλλου το γεγονός αυτό, ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του αναγνωρισθέντος από αυτόν ανηλίκου τέκνου προσεπιβεβαιώνεται από την ομολογία της πρώτης εναγόμενης, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις (άρθρο 597 ΚΠολΔ), ήτοι από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ενώπιον του δικαστηρίου τούτου ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας-ειδικής επιτρόπου του ανηλίκου τέκνου, από την οποία αποδεικνύεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος, κατά το χρόνο υπογραφής από αυτόν της εν λόγω πράξης εκούσιας αναγνώρισης του τέκνου της πρώτης εναγόμενης, γνώριζε και ο ίδιος ότι το τέκνο αυτό δεν είναι γνήσιο δικό του παιδί. Ως εκ τούτου, η εμπεριεχόμενη στη με αριθμό ../2-6-
2015 πράξη εκούσιας αναγνωρίσεως τέκνου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ...., δήλωσή του δεύτερου εναγόμενου δεν ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια και, επομένως, το εκπροσωπούμενο από την ενάγουσα ειδική επίτροπο αναγνωρισθέν από αυτόν τέκνο δικαιούται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας να προσβάλλει την εκούσια αναγνώρισή του που έγινε από τον δεύτερο εναγόμενο για τον λόγο ότι αυτός δεν είναι πραγματικά ο βιολογικός του πατέρας.
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή και ως ουσιαστικά αβάσιμη και να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η εκούσια αναγνώριση της πατρότητας του ανηλίκου τέκνου της πρώτης εναγομένης, που γεννήθηκε στις 27-5-2015 και φέρει το όνομα ...., η οποία έγινε με δήλωση του δεύτερου εναγομένου, που εμπεριέχεται στην υπ` αριθμό ../2-6-2015 πράξη εκούσιας αναγνωρίσεως τέκνου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..... Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται ελλείψει σχετικού αιτήματος. Τέλος, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από τον δεύτερο εναγόμενο, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω οικεία νομική σκέψη, ο απών ομόδικος, αν και θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους αναγκαίους ομοδίκους του, έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας, το δε έννομο συμφέρον του κρίνεται μόνο από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον δεύτερο εναγόμενο, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι είναι άκυρη η εκούσια αναγνώριση της πατρότητας του ανηλίκου τέκνου της πρώτης εναγομένης, που γεννήθηκε στις 27-5-2015 και φέρει το όνομα .... η οποία έγινε με δήλωση του δεύτερου εναγόμενου, που εμπεριέχεται στην υπ` αριθμό .../2-6-2015 πράξη εκούσιας αναγνωρίσεως τέκνου γεννηθέντος εκτός γάμου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ....
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουλίου 2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μ.Δ.
17316/2019 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ (ΕΙΔΙΚΗ) ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΕΚΝΟΥ -ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΓΑΜΙΑΙΑΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ
17316/2018 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ (ΕΙΔΙΚΗ)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , Αρμενόπουλος 11/2018)
Αγωγή ανάθεσης επιμέλειας και καταβολής διατροφής σε ανήλικο τέκνο και πρώην σύζυγο.
Το συμφέρον του τέκνου ως κριτήριο ανάθεσης της γονικής μέριμνας.
Αξιολόγηση εισοδημάτων γονέων για τον καθορισμό της διατροφής.
Συνυπολογισμός προσωπικών υπηρεσιών του έχοντος την επιμέλεια του τέκνου.
Η αξίωση διατροφής του συζύγου μετά την λύση του γάμου, συνιστά νέα αξίωση, η ικανοποίηση της οποίας
απαιτεί την άσκηση νέας αγωγής. Συνεισφορά στην διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης.
Ένσταση ελαττωμένης διατροφής. Διάσπαση έγγαμης συμβίωσης από λόγους που αφορούν και τους δυο συζύγους.
Εν προκειμένω, παρά το ότι η ενάγουσα είναι άνεργη, δεν κρίνεται ότι βρίσκεται σε οικονομικά ασθενέστερη θέση σε σχέση
με τον εναγόμενο. Αβάσιμο το αίτημα καταβολής διατροφής στην ενάγουσα. Δεκτή εν μέρει.
Αριθμός απόφασης: 17316/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟ ΓΑΜΟ ΚΑΙ
ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αλεξάνδρα Πολύζου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Ανδρομάχη Παπάζογλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 12 Μαρτίου 2018, για να δικάσει τη με αριθμό καταθέσεως ../../2018 αγωγή, με αντικείμενο την οριστική ανάθεση επιμέλειας ανηλίκου τέκνου, την διατροφή εν διαστάσει συζύγου, και τη διατροφή ανηλίκου τέκνου μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ....... του ....., κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός ..... αριθμ. ...), με ΑΦΜ ...., για τον εαυτό της και για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της ..... του ..., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Σπόρου Αδαμίδη (AM 4035)
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ......... του ....., κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός ...αριθμ. ...), με ΑΦΜ ...., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Άννας Ιωαννίδου, (AM 9882)
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υποθέσεως, κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται παραπάνω, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 1511, 1513, 1514 του ΑΚ, συνάγεται ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1510 και 1518 του ΑΚ και περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπησή του, ασκείται από τους γονείς του από κοινού. Επί διακοπής όμως της έγγαμης συμβίωσης, οπότε ανατρέπονται οι συνθήκες της οικογενειακής ζωής και δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση των γονέων, αποκλειστικός οδηγός της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου, το οποίο και καλείται, σε περίπτωση διαφωνίας τους, να αποφασίσει σχετικά με τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους, πρέπει να είναι το συμφέρον των τελευταίων, χωρίς να επιδρά στη λήψη της απόφασής του, αυτοτελώς, κανένας από τους διαφορετικούς, ενδεχομένως, βασικούς παράγοντες που συνοδεύουν το πρόσωπο καθενός των γονέων (ΕφΘεσ 1954/2007 αδημ.). Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493 και 1497 του ΑΚ, προκύπτει ότι οι γονείς έχουν την υποχρέωση να διατρέφουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, τα ανήλικα τέκνα τους, εφόσον αυτά δεν έχουν εισοδήματα από περιουσία ή πόρους από εργασία που να επαρκούν για τη διατροφή τους. Το μέτρο της διατροφής των ανηλίκων τέκνων προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής τους, η δε ανάλογη διατροφή τους περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρησή τους και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή τους (ΑΠ 823/2000 ΕλλΔνη 41.1597, ΕφΘεσ 1954/2007 αδημ., ΕφΠειρ 155/2004 ΕλλΔνη 2005.1518). Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται, κατ` αρχήν, τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι ανάγκες ζωής του, χωρίς να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις. Εκείνος που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου, μπορεί να συνυπολογίσει οτιδήποτε συνδέεται με την πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, καθώς και την προσφορά των προσωπικών υπηρεσιών για την περιποίηση και φροντίδα του, που είναι αποτιμητές σε χρήματα και άλλες παροχές σε είδος, που συνδέονται με τη συνοίκηση, η αποτίμηση των οποίων μπορεί να συνυπολογιστεί για τη διατροφή του ανηλίκου τέκνου (ΑΠ 884/2003 ΕλλΔνη 47.117, ΕφΘεσ 1954/2007 αδημ.) Από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1493 του Α.Κ. προκύπτει ότι οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση για διατροφή τους, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, ανεξάρτητα του αν ο ένας από αυτούς είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, το μέτρο δε της διατροφής καθενός από αυτούς προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής. Η αξίωση διατροφής λόγω διακοπής της έγγαμης συμβίωσης παύει για τον δικαιούχο σύζυγο αφότου λυθεί αμετακλήτως ο μεταξύ αυτού και του υποχρέου γάμος. Η μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου αξίωση του συζύγου προς διατροφή από τον άλλο, σύμφωνα με το άρθρο 1442ΑΚ, συνιστά νέα διαφορετική αξίωση, η ικανοποίηση της οποίας απαιτεί την άσκησης άλλης νέας αγωγής, διότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται διατροφή μετά το διαζύγιο, αποσυνδέονται από το θέμα της υπαιτιότητας και γεννάται όταν δικαιολογείται από κοινωνικούς λόγους, όταν ο άλλος αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες διατροφής του από τα εισοδήματα, την εργασία και την περιουσία του, ώστε να μην μείνει αβοήθητος (ΑΠ 1473/90 Ελλ.Δ. 33.129, ΕΑ 2209/02 Ελλ.Δ. 43.1452). Η μικρότερη συνεισφορά κατά την διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, ως προϋπόθεση της αξίωσης διατροφής από το δικαιούχο σύζυγο μετά την διάσπαση αυτής, τίθεται σε κάθε περίπτωση ως αναγκαίος όρος αυτής, καθώς δικαιούχος διατροφής μετά την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, τυγχάνει κατ` άρθρο 1391ΑΚ, μόνο εκείνος ο σύζυγος, ο οποίος υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά. Συνεπώς, ο μετέχων, βάσει της οικονομικής δυνατότητας αυτού, στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο του ποσού συμμετοχής του άλλου συζύγου θα δικαιούται στην περίπτωση της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, διατροφής από τον τελευταίο, αφού και κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου, Ανάλογα θα υπολογιστεί και το ποσό των αξιούμενης από τον «δικαιούχο» σύζυγο διατροφής, καθώς βάσει αυτής της μικρότερης συνεισφοράς του δικαιούχου συζύγου κατά την έγγαμη συμβίωση και μετά από αφαίρεση από την μεγαλύτερη συνεισφορά του άλλου συζύγου, θα προκύψει το ποσό της αιτούμενης διατροφής ( ΕφΠατρ. 87/2008 ΝΟΜΟΣ)
Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα, ισχυριζόμενη ότι με τον εναγόμενο τέλεσαν νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν ένα ανήλικο τέκνο, την ........, ότι με τον εναγόμενο βρίσκονται σε διάσταση από υπαιτιότητά του, ενώ η ίδια αδυνατεί να εργαστεί για να εξασφαλίσει την διατροφή της και την διατροφή του ανηλίκου τέκνου της, του οποίου ασκεί προσωρινά την επιμέλεια δυνάμει της με αριθμό 16924/2017 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζητά, όπως το αίτημα της αγωγής νόμιμα περιορίστηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά συνεδρίασης και με τις έγγραφες προτάσεις της, να ανατεθεί στην ίδια οριστικά η επιμέλεια της ανήλικης .........., και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει, υπό την ιδιότητά της ως ασκούσας την επιμέλεια της ανήλικης Χριστίνας, το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ μηνιαίως, την 1η ημέρα κάθε μήνα για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής της, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφληση, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με τον οποίο είναι σε διάσταση, να της καταβάλει ως ανάλογη διατροφή της ιδίας το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ μηνιαίως, την 1η ημέρα κάθε μήνα για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής της, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ως άνω αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρ. 17 αριθμ. 1, 22 και 39Α του Κ.Πολ.Δ.), κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των άρθρων 592 επ, του Κ.Πολ.Δ., είναι δε αρκούντως ορισμένη, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη μεΐζονα πρόταση της αποφάσεως, 1510.1511 επ και 1392, 1485, I486, 1489, 1493 του Α.Κ., καθώς και σ` αυτές των άρθρων 340, 341 παρ. 1, 345 εδ. α’ του Α.Κ. και 176, 907, 910 αριθ. 4 του Κ.Πολ.Δ.
Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζητήσεως του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ποσοστά που αντιστοιχούν υπέρ του Ταμείου Νομικών και υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ ( Βλ. το με αριθμό ......e- παράβολο που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα), ενώ ο εναγόμενος παρίοταται παραδεκτά κατά τη συζήτηση μετά την καταβολή των προκαταβλητέων εξόδων της δίκης.
Ο εναγόμενος αρνήθηκε την αγωγή, εκτός από το αίτημα ανάθεσης της επιμέλειας της ανήλικης στην ενάγουσα-μητέρα της, το οποίο συνομολόγησε και προέβαλε την ένσταση ελαττωμένης διατροφής της ενάγουσας κατά άρθρο 1389-1392εδ.2 και 1495 ΑΚ, στο ποσό των 30 ευρώ μηνιαίως και την ένσταση συνεισφοράς της ενάγουσας στη διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους, που θα πρέπει να εξεταστεί με τις υπόλοιπες ενστάσεις ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση, ειδικότερα δε από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι οποίες εκτιμώνται καθ’εαυτές, σε συνδυασμό μεταξύ τους και κατά το λόγο της γνώσεως και της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, σε συνδυασμό και με τα έγγραφα, τα οποία νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και από όλη, γενικά, τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο ..... στις 20-8-2014, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο , την ....., που γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2014. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά εξαιτίας της αντισυζυγικής συμπεριφοράς του εναγομένου , ο οποίος δημιουργούσε συχνά εντάσεις και επεισόδια για ασήμαντη αφορμή και συνήθιζε να απευθύνεται περιφρονητικά στη σύζυγό του, ενώ συχνά έκανε χρήση λεκτικής και σωματικής βίας κατά της συζύγου του και αρνούταν να συνεισφέρει οικονομικά στην κάλυψη των αναγκών της οικογένειάς του, επιβάλλοντας αιματηρή οικονομία ακόμη και στις τροφές και τις ιατρικές δαπάνες του ανηλίκου τέκνου του.Επιπλέον παρά το γεγονός ότι οι διάδικοι απέκτησαν παιδί κατόπιν προσπαθειών εξωσωματικής γονιμοποίησης, ο εναγόμενος επεδείκνυε αδιαφορία για την σωματική και ψυχική υγεία του τέκνου τους, και επέρριπτε ευθύνες στη σύζυγό του για την διαχείριση των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε η ανήλικη. Μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους 2016 κατοικούσαν σε μισθωμένο διαμέρισμα επί της οδού ........, οπότε μετακόμισαν σε διαμέρισμα που αγόρασε η ενάγουσα επί της οδού .... αριθμ. .... Η ενάγουσα εργαζόταν μέχρι το έτος 2012 ως πωλήτρια (έκτοτε δεν εργάζεται, κατόπιν συναπόφασης των διαδίκων), ενώ ο εναγόμενος είναι από το έτος 2012 οδηγός και συνιδιοκτήτης σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός ταξί. Μετά τη γέννηση του τέκνου τους δημιουργήθηκαν επιπλέον οικονομικές υποχρεώσεις, τις οποίες οι διάδικοι δεν μπόρεσαν να καλύψουν και αποτέλεσαν αιτία για έριδες και διαπληκτισμούς κυρίως σχετικά με τη λειτουργία του κοινού οίκου και την επιμέλεια και διατροφή του κοινού τους τέκνου. Επιπλέον η καθημερινή παρουσία της εξετασθείσας μάρτυρα, αδελφής της ενάγουσας στην οικογενειακή στέγη και η συχνή διαμονή της στην οικογενεική στέγη των διαδίκων προκειμένου να παρέχει βοήθεια στην αδερφή της κατά την ανατροφή και φροντίδα του ανηλίκου τέκνου της, αποτέλεσε μία ακόμη αιτία προστριβής των διαδίκων και απομάκρυνε αυτούς. Όμως, κανένας από τους συζύγους δεν κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες να αποκαταστήσουν την ήδη κλονισμένη σχέση τους, αν και η ενάγουσα αρχικά ζήτησε από τον εναγόμενο να επισκεφτούν «σύμβουλο γάμου», αυτός όμως αρνήθηκε, ενώ την 24.4.2017 η ίδια η ενάγουσα προέτρεψε τον εναγόμενο να αποχωρήσει από την οικογενειακή στέγη ιδιοκτησίας της. `Εκτοτε ο εναγόμενος αποχώρησε από την οικογενειακή στέγη και διαμένει στην πατρική του οικία με τους γονείς του, η δε ενάγουσα στην ως άνω οικογενειακή κατοικία με το ανήλικο τέκνο της. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε από λόγους που αφορούν το πρόσωπο αμφοτέρων των συζύγων, καθώς ο εναγόμενος αποχώρησε από την οικογενειακή στέγη, χωρίς να προσπαθήσει για τη διάσωση του γάμου του, η δε ενάγουσα δεν επέδειξε ανάλογη της ηλικίας της ωριμότητα, υπομονή και επιμονή, τόσο στην συζυγική σχέση όσο και στην φροντίδα του ανηλίκου τέκνου της, για την οποία προσέφυγε στην βοήθεια της αδερφής της και όχι του συζύγου της, έχοντας αναλογούν μερίδιο ευθύνης. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι η ανήλικη ......., ενόψει της ηλικίας της (4 ετών), έχει άμεση ανάγκη της φροντίδας και των περιποιήσεων της μητέρας της - ενάγουσας, η οποία δεν εργάζεται και ήταν αυτή που μέχρι τώρα τη φρόντιζε από τη γέννησή της, συνεπικουρούμενη από τη μητέρα της και κυρίως την αδερφή της που κατοικεί στην πατρική οικία με τους γονείς της (πολύ κοντά στην οικογενειακή κατοικία της ενάγουσας), παρέχοντας τα εχέγγυα για τη σωστή ανατροφή και ορθή διαπαιδαγώγησή της. Αντιθέτως ο εναγόμενος, παρά το γεγονός ότι αγαπά πολύ το παιδί του, δεν μπορεί να αφιερώνει το χρόνο που απαιτείται λόγω της πολύωρης εργασίας του, που είναι συχνά νυκτερινή με αποτέλεσμα την ημέρα να ενοχλείται από την παρουσία του παιδιού, κατά την διάρκεια της ημέρας. Κατόπιν τούτου και συνεκτιμώντας την ανάγκη σταθερότητας των συνθηκών ανάπτυξης των ανηλίκων στην κρίσιμη αυτή νηπιακή ηλικία, το Δικαστήριο κρίνει, με γνώμονα το συμφέρον του ανήλικου τέκνου, να ανατεθεί οριστικά η επιμέλειά του στη μητέρα του - ενάγουσα, δεκτού γενομένου του σχετικού αιτήματος. Επιπλέον, το ανήλικο τέκνο των διαδίκων δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασής του, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Οι λοιπές δαπάνες διαβίωσής του, ήτοι τροφής, ένδυσης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και ψυχαγωγίας, είναι οι συνήθεις δαπάνες παιδιών αντίστοιχης με αυτό ηλικίας (4 ετών), ενώ φοιτά στον παιδικό σταθμό ........ δωρεάν λόγω του ότι η μητέρα του - ενάγουσα δεν εργάζεται και έχει επιδοτηθεί προς τούτο μέσω του προγράμματος ΕΣΠΑ, καταβάλλοντας μία ελάχιστη συνδρομή 30 ευρώ μηνιαίως για επιπλέον δραστηριότητες θεατρικού παιχνιδιού και μουσικής προπαιδείας ,που πραγματοποιούνται στο σχολείο του. Επίσης, δεν μπορεί να εξασφαλίσει μόνο του τη διατροφή του, γιατί στερείται περιουσίας ή εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή και λόγω της ανηλικότητάς του δεν μπορεί να γίνει λόγος για εργασία και πορισμό εισοδημάτων προς κάλυψη των διατροφικών του αναγκών. Συνεπώς, το ως άνω τέκνο έχει δικαίωμα διατροφής σε χρήμα έναντι των γονέων του, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις τους. Ο εναγόμενος είναι οδηγός και συνιδιοκτήτης σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός ταξί, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, ενώ οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται περίπου στο ποσό των 1.000 ευρώ. Κατοικεί πλέον στην πατρική οικία, μαζί με τους γονείς του, ενώ δεν διαθέτει άλλη περιουσία ή εισοδήματα. Η ενάγουσα δεν εργάζεται, καθόσον έχει αναλάβει από τη γέννηση του ανήλικου τέκνου της τη φροντίδα του, σύμφωνα με τα παραπάνω, που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας συνδέεται με τη συνοίκηση και είναι αποτιμητή σε χρήμα. Ωστόσο δύναται να εργαστεί λόγω της μακρόχρονης εργασιακής της εμπειρίας ως πωλήτριας και της φοίτησης του ανηλίκου τέκνου της σε παιδικό σταθμό και νηπιαγωγείο, έστω και με μειωμένο ωράριο για την εξασφάλιση ελάχιστου εισοδήματος 300 ευρώ, και εάν δεν πράττει αυτό είναι διότι λαμβάνει οικονομική ενίσχυση από τους συγγενείς της. Εισοδήματα όμως από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει, δεδομένου ότι οι τραπεζικές της καταθέσεις αναλώθηκαν στην αγορά της οικογενειακής κατοικίας. Δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασής της, αφού διαμένει στην ιδιόκτητη κατοικία που αποτέλεσε την οικογενειακή στέγη, ενώ διαθέτει και ακίνητη περιουσία στη ..... και ειδικότερα ποσοστά συνιδιοκτησίας σε δώδεκα αγρούς στην περιοχή της ..... και σε ένα διαμέρισμα (εξοχική κατοικία) στη..... (όπως προκύπτει από τη βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης μέχρι την 30.9.2016 που προσκομίζει η ενάγουσα) τα οποία όμως δεν της αποφέρουν εισοδήματα διότι δεν έχει εξασφαλίσει την συμφωνία των συγκυριών τους για την εκμετάλλευσή τους. Η ίδια, δεν βαρύνεται κατά νόμο με την υποχρέωση διατροφής τρίτου προσώπου, πλην του ανήλικου τέκνου της, ενώ για την κάλυψη των δαπανών διατροφής της λαμβάνει και οικονομική ενίσχυση από τους συνταξιούχους γονείς της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι μηνιαίες ανάγκες του ανηλίκου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και ανταποκρίνονται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή, ένδυση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ψυχαγωγία, ανέρχονται κατά μήνα στο ποσό των 500 ευρώ. Από το ποσό αυτό ο εναγόμενος είναι σε θέση να καταβάλλει προσωρινά, σε χρήμα, το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσό που απαιτείται για τη διατροφή του, συμμετέχει η ενάγουσα με την παροχή σε αυτό στέγης αλλά και όλων των υπηρεσιών φροντίδας που συνδέονται με την συνοίκησή τους και είναι αποτιμητές σε χρήμα. Παρά την εύλογη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων όμως, δεν πιθανολογείται ότι η ενάγουσα είναι οικονομικά ασθενέστερη από τον εναγόμενο, με βάση τις συνθήκες της ζωής των διαδίκων τόσο κατά τη διάρκεια της κοινής οικογενειακής ζωής τους όσο και κατά τη χωριστή διαβίωση αυτών, όπως περιγράφονται ανωτέρω, συνεπώς πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν ως αβάσιμο το αίτημα περί καταβολής μηνιαίας διατροφής στην ενάγουσα.
Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση ως ουσία βάσιμη και να ανατεθεί προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, ........., στην ενάγουσα μητέρα και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει, το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, στην ενάγουσα ως προσωρινή διατροφή για το ως άνω ανήλικο τέκνο τους το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, από την επίδοση της αγωγής και για μία διετία , την πρώτη ημέρα κάθε μήνα με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης μέχρι την εξόφληση. Κατά παραδοχή δε του σχετικού, παρεπομένου αιτήματος της αγωγής και ενόψει των διατάξεων των άρθρων 907 και 910 αρ. 4 του Κ.Πολ.Δ., πρέπει η παρούσα απόφαση, ως προς τις προαναφερθεΐσες καταψηφιστικές διατάξεις της περί διατροφής, να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου, αναλόγως της εκτάσεως της νίκης και της ήττας του (άρθρο 178 §1 Κ.Πολ.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι ανωτέρω κρΐίθηκε απορριπτέο
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΘΕΤΕΙ οριστικά την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων .......... στην ενάγουσα-μητέρα της, της γονικής μέριμνας ασκούμενης από κοινού και από τους δύο γονείς
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, υπό την ιδιότητά της ως ασκούσας αποκλειστικός, την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου τους ...... και για λογαριασμό της, ως συνεισφορά του για την τακτική διατροφή της, το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, την 1η ημέρα κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης μέχρι την εξόφληση
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη, περί διατροφής, καταψηφιστική διάταξή της, στο σύνολό της, προσωρινώς εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει σε διακόσια πενήντα ευρώ (250,00 €)
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 10 Δεκεμβρίου 2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μ.Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ 153/2017 ΜΠΡ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ 6295/2017 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ-ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΤΕΚΝΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΚΤΗΘΗΚΕ ΧΩΡΙΣ ΓΑΜΟ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΤΟΥ
6733/2016 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ΑΣΦ (ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΤΕΚΝΩΝ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ-ΚΗΔΕΜΟΝΙΑ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ (ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ)-ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΗ ΣΕ ΙΣΤΟΤΟΠΟ ΝΟΜΟΣ 102/2013 ΜΠΡ ΧΑΛΙΔΙΚ
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ)-ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΗ ΣΕ ΙΣΤΟΤΟΠΟ ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ 10459/2013 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΗ ΣΕ ΙΣΤΟΤΟΠΟ ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟ-ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΚΝΟΥ
7108/2015 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 13957/2013 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ
7108/2015 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ(ΑΣΦ) (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
ΑΠΟΦΑΣΗ 6295/2017 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ-ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΤΕΚΝΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΚΤΗΘΗΚΕ ΧΩΡΙΣ ΓΑΜΟ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΤΟΥ
153/2017 ΜΠΡ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑ ΤΕΚΝΟΥ ΜΟΛΔΑΒΙΚΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ
896/2021 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ΕΙΔΙΚΗ-ΜΕΤΡΟ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΥΠΕΡ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΤΕΚΝΩΝ-ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΓΟΝΕΩΝ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΕ ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ
ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 2021/1733,2022/26
896/2021 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ (ΕΙΔΙΚΗ)
Αγωγή μητέρας ανηλίκου τέκνου κατά πατέρα για καταβολή μηνιαίας διατροφής υπέρ αυτού. Ο έχων την προσωρινή ή οριστική επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου δύναται νομίμως να εκπροσωπεί αυτό στην δεδομένη δίκη. Αγωγές που αφορούν επίλυση οικογενειακών διαφορών και ασκήθηκαν μετά τις 15.01.2020 πρέπει να υπαχθούν προγενεστέρως σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης κατά τα οριζόμενα στον Ν. 4640/2019. Συνέπειες παραβίασης της ως άνω προδικασίας. Ο ενάγων πρέπει να ενημερωθεί εγγράφως από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του για την δυνατότητα υπαγωγής της διαφοράς του σε διαμεσολάβηση. Υποχρέωση των γονέων να συνεισφέρουν από κοινού βάσει των οικονομικών τους δυνάμεων στην κάλυψη των μηνιαίων δαπανών διαβίωσης των τέκνων εφόσον τα ίδια στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων προς τούτο. Συνεκτιμώμενα κριτήρια για τον υπολογισμό των οικονομικών δυνάμενων των γονέων όπου συνυπολογίζονται και τα εισοδήματά που εκείνοι παρέλειψαν ενάντια στην καλή πίστη (ΑΚ 288) να εξασφαλίσουν βρίσκοντας εργασία. Η αμφισβήτηση εκ μέρους του εναγόμενου γονέα της αναλογίας συνεισφοράς του στα έξοδα διατροφής του τέκνου του συνιστά άρνηση της αγωγής. Μέτρο υπολογισμού διατροφής υπέρ ανηλίκων τέκνων. Δέχεται εν μέρει αγωγή.
ΑΠΟΦΑΣΗ 896/2021
(Γενικός Αριθμός Κατάθεσης αγωγής …./2020)
(Ειδικός Αριθμός Κατάθεσης αγωγής …../2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΤΟ ΓΑΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελένη Παπαγεωργίου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και από τη Γραμματέα Ελένη Σπανουδάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη στις 23 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …….. του ……, εν διαστάσει συζύγου του ……. του …….., κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ……., Α.Φ.Μ ……, ως ασκούσας την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου της …….. του ……, κατοίκου ομοίως, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΑΔΑΜΙΔΗ (AM ΔΣ Θεσσαλονίκης 004035).
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……. του ……, κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ……, Α.Φ.Μ …….., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του ΑΝΝΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ (AM ΔΣ Θεσσαλονίκης 009882).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης …../13-02-2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../13-02-2020 αγωγή της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 31-03-2020, κατά την οποία ανεστάλη (ματαιώθηκε) η εκδίκασή της, για την προστασία της δημοσίας υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19. Ήδη με την ........../16-06-2020 πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης διατάχθηκε η οίκοθεν εισαγωγή προς συζήτηση της παραπάνω υπόθεσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αγωγή της (όπως το αγωγικό αίτημα με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, αλλά και με τις προτάσεις της, παραδεκτώς περιορίσθηκε ως προς το αιτούμενο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα άρθρα 294,295 παρ. 1 εδ. β’ και 297 ΚΠολΔ) η ενάγουσα εκθέτει ότι με τον εναγόμενο απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου τους ένα ανήλικο τέκνο, του οποίου ασκεί την επιμέλεια και ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει την πρώτη (1η) ημερολογιακή ημέρα κάθε μήνα, για λογαριασμό του ως άνω ανηλίκου τέκνου και ως συμμετοχή του στη διατροφή αυτού, το ποσό των 450,00 ευρώ για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε δόσης, διότι το ως άνω ανήλικο τέκνο στερείται παντελώς εισοδημάτων και περιουσίας. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα. Το Δικαστήριο είναι καθ`ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής (άρθρα 17 αρ.2 και 22 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρο 591 παρ. 3 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 44 Ν. 4640/2019 περί υποχρεωτικότητας της διαδικασίας διαμεσολάβησης: «Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην των άρθρων 6 και 7 του παρόντος, τα οποία τίθενται σε ισχύ και καταλαμβάνουν τις αγωγές που κατατίθενται μετά την παρέλευση των κατωτέρω ημερομηνιών, ως εξής: α) από τη 15η Ιανουαρίου 2020 για τις οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές των περιπτώσεων α`, β` και γ` της παραγράφου 1, καθώς και της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ». Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση την από 14.02.2020 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 ΦΕΚ Α’ 190/30.11.2019) του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, υφίσταται υποχρέωση προσφυγής της ένδικης διαφοράς σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Από την παραδεκτή επισκόπηση της πράξης κατάθεσης της επίδικης αγωγής, αποδεικνύεται ότι αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την 13-02-2020, ήτοι μετά την 15.01.2020, και επομένως η αγωγή παραδεκτά ασκήθηκε με την προηγούμενη υπαγωγή σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, η οποία όμως δεν ήταν επιτυχής (βλ. το προσκομιζόμενο πρακτικό ανεπιτυχούς διαμεσολάβησης). Περαιτέρω, έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το προσκομιζόμενο με κωδικό …………… ηλεκτρονικό παράβολο) και ο εναγόμενος έχει προκαταβάλει τα ορισθέντα έξοδα της δίκης (άρθρο 173 παρ.4 Κ.Πολ.Δ).Η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1390,1485, 1486, 1493, 1496, 1498, 1516 παρ. 2,340, 341, 345 του ΑΚ, 907, 910 αρ. 4, 176 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω για να κριθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Ο εναγόμενος αρνείται την αγωγή, καθόσον, όταν με την αγωγή δεν ζητείται, όπως εν προκειμένω, το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος, το οποίο κατά την άποψη της ενάγουσας πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτής και του άλλου γονέα, ο αμυντικός ισχυρισμός του, ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή λειτουργεί ως άρνηση.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν στις 20-08-2014 νόμιμο πολιτικό γάμο στο Δημαρχιακό κατάστημα του Δήμου ...., κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν ένα ανήλικο τέκνο, τη ….., που γεννήθηκε στις 08-10-2014. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και διασπάστηκε οριστικά την 24-04-2017. Με την υπ’ αριθμ. 17.316/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Ειδική Διαδικασία) ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου αποκλειστικά στην ενάγουσα μητέρα του (της γονικής μέριμνας ασκουμένης από κοινού και από τους δύο γονείς) και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος πατέρας του να καταβάλλει στην ενάγουσα μητέρα του, υπό την ιδιότητά της ως ασκούσας την επιμέλεια του προσώπου του και για λογαριασμό του, ως συνεισφορά του στην τακτική διατροφή του, το ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ μηνιαίως, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής. Επομένως, το ανήλικο τέκνο των διαδίκων νόμιμα εκπροσωπείται από την ενάγουσα μητέρα του στην παρούσα δίκη διατροφής (1516 Α.Κ). Το ως άνω ανήλικο στερείται περιουσίας και εισοδήματος από οποιαδήποτε πηγή, ενώ λόγω της ηλικίας του δεν μπορεί να ασκήσει βιοποριστική εργασία και ως εκ τούτου έχει δικαίωμα διατροφής σε χρήμα έναντι των γονέων του, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις τους. Το ως άνω ανήλικο κατοικεί μαζί με τη μητέρα του σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας της επί της οδού …… στη ...., επιφάνειας 98 τ.μ και συνεπώς βαρύνεται με το ποσοστό συμμετοχής του μόνο στα λειτουργικά έξοδα της εν λόγω οικίας. Κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, το ως άνω ανήλικο φοιτά στην Α` Τάξη δημόσιου δημοτικού σχολείου. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα αποδείξεως, το επόμενο έτος θα αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα αγγλικών, ενώ από την τρέχουσα χρονιά θα παρακολουθεί δωρεάν (μέσω ΕΣΠΑ) μαθήματα θεατρικού παιχνιδιού και μουσικοκινητικής αγωγής. Οι λοιπές δαπάνες του ανηλίκου, δηλαδή αυτές που απαιτούνται για τη διατροφή, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την ένδυση, την υπόδηση, την αγορά σχολικών ειδών, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία και την εν γένει συντήρησή του είναι οι συνήθεις παιδιού αντίστοιχης ηλικίας που ζει υπό παρόμοιες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο εναγόμενος πατέρας του ανηλίκου είναι από το έτος 2012 οδηγός και συνιδιοκτήτης σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός ταξί. Με βάση τα ανωτέρω, τα καθαρά μηνιαία εισοδήματά του δεν υπολείπονται κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου του ποσού των 1.000,00 ευρώ, ενώ τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το νομίμως προσκομιζόμενο με επίκληση από τον εναγόμενο αντίγραφο του εκκαθαριστικού του σημειώματος αναφορικά με τη δήλωση του φόρου εισοδήματος των οικονομικών ετών 2016 και 2018, καθώς αυτό αναφέρεται σε ανέλεγκτη από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία χρήση και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, εφόσον δεν έχει ελεγχθεί η ειλικρίνειά του. Ο ίδιος διαμένει πλέον στην πατρική του οικία επί της οδού ……. στη ... και επομένως δε βαρύνεται με δαπάνη καταβολής μισθώματος, βαρύνεται όμως με το ποσοστό συμμετοχής του στις σχετικές λειτουργικές δαπάνες. Η ενάγουσα μητέρα του ανηλίκου λαμβάνει το ποσό των 70,00 ευρώ μηνιαίως ως επίδομα τέκνου και εργαζόταν μέχρι το έτος 2010 ως πωλήτρια, πλέον όμως δεν εργάζεται, καθόσον ανέλαβε αποκλειστικά από τη γέννηση του ανηλίκου τέκνου της τη φροντίδα του. Η ενάγουσα γεννήθηκε το έτος 1970, είναι υγιής και έχει όλες τις προϋποθέσεις-δεδομένου ότι η ανήλικη θυγατέρα της φοιτά ήδη σε ολοήμερο δημοτικό σχολείο και την ίδια μπορούν να συνδράμουν οι συνταξιούχοι γονείς της, οι οποίοι ήδη τη βοηθούν οικονομικά-, αξιοποιώντας τα προσόντα της, το χρόνο της, τις εργασιακές της ικανότητες και τις δυνάμεις της, να εξεύρει εργασία, έστω και με μειωμένο ωράριο (λ.χ σε υπεραγορά), από την οποία θα δύναται να εξασφαλίσει μηνιαίο εισόδημα, ανερχόμενο, με βάση τα συναφή διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, σε ποσό που δεν θα υπολείπεται αυτού των τριακοσίων (300,00) ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαία. Σε κάθε περίπτωση, από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ συνάγεται ότι οι γονείς οφείλουν και ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας να ανεύρουν εργασία ανάλογη με τα προσόντα τους και τις ικανότητές τους, ώστε αν παραλείψουν να το πράξουν θα τους καταλογιστεί, σύμφωνα με την αντικειμενική θεώρηση της συμμετοχής τους στη διατροφή του ανηλίκου, το εισόδημα που θα μπορούσαν να αποκερδαίνουν από αυτή (ΑΠ 1507/2001, ΕλλΔ/νη 44.1592, ΕφΠειρ 909/2005 ΤΝΠΔΣΑΘ, ΕφΑθ 3389/1995, ΕλλΔ/νη 36,1558 ΜονΠρΑθ 1786/2000, Αρμ. 2002/383), το οποίο στην προκειμένη περίπτωση ανέρχεται στο ως άνω ποσό. Περαιτέρω, η ενάγουσα δεν επιβαρύνεται με δαπάνη καταβολής μισθώματος, αφού διαμένει με το ανήλικο τέκνο της στο ως άνω ιδιόκτητο διαμέρισμά της - το οποίο απέκτησε το Σεπτέμβριο του έτους 2016 με χρήματα που εξοικονόμησε από εκποίηση ακίνητης περιουσίας της στη….. ....περί το έτος 2008 -, βαρύνεται όμως με το ποσοστό συμμετοχής της στις λειτουργικές δαπάνες της εν λόγω οικίας. Η ίδια διαθέτει επίσης ακίνητη περιουσία στη …… ...και ειδικότερα α) ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας και ποσοστό 33,32% της πλήρους κυριότητας ενός διαμερίσματος του 1ου ορόφου στη …….. ..., εμβαδού 54,60 τ.μ περίπου β) ποσοστό 37,50% εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας και ποσοστό 8.33% της πλήρους κυριότητας ενός ακινήτου εντός σχεδίου 1031,25 τ.μ στην ευρύτερη περιοχή της ……. στη ...., καθώς επίσης και διάφορα ποσοστά εξ αδιαιρέτου σε αγρούς, τα οποία είναι απρόσοδα. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχουν οι διάδικοι, οι οποίοι δεν βαρύνονται με υποχρέωση διατροφής τρίτου προσώπου, πλην του ανηλίκου τέκνου τους. Σύμφωνα με τα ανωτέρω και με βάση τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων, την εκτίμηση και σύγκριση αυτών, λαμβανομένων υπ’ όψιν των συνολικών διατροφικών αναγκών του τέκνου τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής και των δυνάμεων των γονέων του, από τις οποίες αυτές συνπροσδιορίζονται, κρίνεται ότι η απαιτούμενη ανάλογη διατροφή γι’ αυτό ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550,00) ευρώ μηνιαίως, στο οποίο συνυπολογίζεται και η δαπάνη παροχής στέγης, ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης, θέρμανσης και η παροχή προσωπικής εργασίας και των φροντίδων της μητέρας του. Με το ποσό αυτό μπορούν να καλυφθούν όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και διατροφή του ανταποκρινόμενο προς το επίπεδο που αρμόζει στην ηλικία του και προς το επίπεδο ζωής των γονέων του. Από το ποσό αυτό ο εναγόμενος είναι σε θέση να καταβάλει το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ μηνιαίως, ενώ με το υπόλοιπο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνεται και η αποτίμηση των προσωπικών υπηρεσιών και λοιπών παροχών που προσφέρει στο ανήλικο η μητέρα του, βαρύνεται η τελευταία, γενομένου δεκτού κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού αρνητικού ισχυρισμού, που προέβαλε ο εναγόμενος. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει, την 1η ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, ως συμμετοχή του στην τακτική διατροφή του ανηλίκου τέκνου του, το προαναφερόμενο ποσό, για μία τριετία από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της καθυστέρησης της πληρωμής κάθε δόσης. Η παρούσα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή (άρθρα 907 και 910 αριθμ. 4 ΚΠολΔ) και ο εναγόμενος να καταδικασθεί, λόγω της εν μέρει ήττας του, σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας (άρθρ. 178 § 1 ΚΠολΔ), κατά μερική παραδοχή του σχετικού αιτήματος της (άρθρ. 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα το εν λόγω ποσό ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα προκαταβλητέα δικαστικά έξοδα κατ’ άρθρο 173 παρ. 4 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, την 1η ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους και ως συμμετοχή του στην τακτική σε χρήμα διατροφή του, για μία τριετία από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της καθυστέρησης πληρωμής κάθε δόσης.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα προκαταβλητέα έξοδα και το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ογδόντα (380,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στις 08/02/2021
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στη Θεσσαλονίκη, στις 08/02-/2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
211/2021 ΔΠΡ ΚΑΒΑΛΑΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥ ΓΙΑ ΠΟΣΟ 55.991 ΕΥΡΩ - ΕΛΛΕΙΨΗ ΔΟΛΟΥ - ΕΝΝΟΙΑ ΕΥΛΟΓΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΕ ΝΟΜΟΣ
211/2021 ΔΠΡ ΚΑΒ
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Ανακοπή - προσφυγή κατά ατομικών ειδοποιήσεων χρεών και σχετικών ταμειακών βεβαιώσεων υπέρ του ΕΦΚΑ, κατά απόφασης του ΙΚΑ ΕΤΑΜ περί αναδρομικής διακοπής της χορήγησης υπέρ ασφαλισμένου συμπληρωματικής παροχής στην σύνταξη του αλλά και κατά αποφάσεων καταλογισμού σε βάρος του αχρεωστήτως καταβληθέντων συμπληρωματικών παροχών στην σύνταξη του και προσαύξησης αυτής λόγω οικογενειακών βαρών. Σωρευόμενη ανακοπή κατά ατομικών ειδοποιήσεων χρεών. Αχρεωστήτως καταβληθείσες από το ΙΚΑ παροχές επιστρέφονται εντόκως από τον λαβόντα ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του. Εξαιρέσεις όπου η ρύθμιση αυτή αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης η οποία και επιτάσσει την διοίκηση να ενεργεί επικαίρως. Ορισμός εύλογου χρόνου ανάκλησης διοικητικής πράξης. Χρόνος επέλευσης των εννόμων συνεπειών ως προς δυσμενείς διοικητικές πράξεις που δεν δημοσιεύονται όπως όσες ανακαλούν προγενέστερες ευνοϊκές για πολίτες διοικητικές πράξεις. Αν η ανάκληση αυτή λάβει χώρα μετά την πάροδο εύλογου χρόνου ή κατόπιν μακράς αδράνειας της διοίκησης αν και είχε διαπιστώσει έγκαιρα τον παράνομο χαρακτήρα της αρχικής πράξης, καθιστούν την ανακλητική πράξη ακυρωτέα υπέρ των καλόπιστων τρίτων. Εφαρμογή κατά τον Καν. 1408/1971 ΕΟΚ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, μη μισθωτούς και μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας. Ύψος προσαύξησης στην σύνταξη αναπηρίας ή γήρατος ασφαλισμένου στο ΙΚΑ λόγω άνεργης ή ανασφάλιστης συζύγου αυτού κατά α.ν 1846/1951. Ύψος αναπροσαρμογής αυτής. Οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις της διοίκησης υπόκεινται σε προσφυγή κατά τον ΚΔΔ. Αν στον νόμο προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή κατ΄ αυτών, σε προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων υπόκειται η απόφαση επί αυτής. Πράξεις υποκείμενες σε ανακοπή. Όρια εξουσίας του δικαστηρίου της ανακοπής ιδίως όταν ασκείται κατά ταμειακής βεβαιώσεως. Ισχυρισμοί περί απόσβεσης της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως. Δυνατότητα σώρευσης ανακοπής κατά ταμειακής βεβαίωσης οφειλής και προσφυγής κατά του νόμιμου τίτλου αυτής. Αρμόδιο δικαστήριο εκδίκασης τους. Χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του ΙΚΑ να βεβαιώνει και να εισπράττει αντίστοιχα χρηματικής απαιτήσεις κατά ασφαλισμένων. Επέκταση του αντίστοιχου χρόνου παραγραφής για το δικαίωμα του ΙΚΑ να αναζητά αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές κατά Ν. 4093/2012 που δεν φέρει αναδρομική ισχύ. Συνεκδικάζει και δέχεται ένδικα βοηθήματα.
Αριθμός απόφασης: 211/2021
ΤΟ ΔIΟIΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΒΑΛΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Νοεμβρίου 2020, με Δικαστή τον Γεώργιο Σιώνα, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τον Ιωάννη Τολίκα, δικαστικό υπάλληλο,
για να συνεκδικάσει το ένδικο βοήθημα με αριθμό κατάθεσης …../21-02-2019 και την ανακοπή με αριθμό κατάθεσης …../13-12-2018,
του ….. του ……………, κατοίκου ……………., για τον οποίο παραστάθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος του Άννα Ιωαννίδου με τις από 13-11-2020 δηλώσεις, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 29 παρ.1 του ν. 2915/2001,
κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.) και ήδη «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» («e-Ε.Φ.Κ.Α.»), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο του Τμήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α., για τον οποίο παραστάθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος Κυριακή Σεμερτζίδου με τις από 16-11-2020 δηλώσεις.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τη δικογραφία, σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.
Η κρίση του είναι η εξής:
Επειδή, με το πρώτο κρινόμενο ένδικο βοήθημα με αριθμό κατάθεσης …/21-02-2019, τιτλοφορούμενο «προσφυγή - ανακοπή», το οποίο φέρεται νομίμως προς συζήτηση κατόπιν εκδόσεως της 724/2020 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία διατάχθηκε η συμπλήρωση των αποδείξεων, για την άσκηση του οποίου καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ………. ειδικό γραμμάτιο παραβόλου, σειράς Α), ζητείται η ακύρωση: α) της υπ’ αριθμ. …./17-01-2019 ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο. του Ε.Φ.Κ.Α. [ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α., βλ. άρθρα 51, 53 και 70 παρ. 9 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), σε συνδυασμό με το άρθρο 51Α του ν. 3487/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 (Α΄ 43/28-02-2020, ισχύς από 01-03-2020, σύμφωνα με το άρθρο 108 του αυτού νόμου)], με την οποία κλήθηκε ο προσφεύγων να καταβάλει: i) τα ποσά των 4.904,37 ευρώ και 1.624,57 ευρώ, όπως βεβαιώθηκαν σε βάρος του με τις υπ’ αριθμ. ……. και ……../01-11-2018 πράξεις ταμειακών βεβαιώσεων του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο., αντιστοίχως (αρ. χρημ. καταλ. ……. και ……/17-01-2018, αντιστοίχως), πλέον προσθέτων τελών ποσών 73,55 ευρώ και 24,37 ευρώ, αντιστοίχως και ii) το ποσό των 49.463,80 ευρώ, όπως βεβαιώθηκε σε βάρος του με την υπ’ αριθμ. ………………./31-12-2018 πράξη ταμειακής βεβαίωσης (αρ. χρημ. καταλ. …./17-01-2018) του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο., β) των ανωτέρω υπ’ αριθμ. ……. και ……/01-11-2018 και……………/31-12-2018 πράξεων ταμειακών βεβαιώσεων, γ) της υπ’ αριθμ. …../Συν. …./12-12-2018 απόφασης της Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α., με την οποία απορρίφθηκε ένσταση του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος κατά της υπ’ αριθμ. …../23-08-2013 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., με την οποία, μεταξύ άλλων, είχε διακοπεί αναδρομικά, από 01-08-2005, η χορήγηση σε αυτόν της συμπληρωματικής παροχής στη σύνταξή του που ελάμβανε βάσει του άρθρου 50 του Κανονισμού 1408/71 ΕΟΚ, δ) της υπ’ αριθμ. …../Συν. ……/18-12-2018 απόφασης της Τ.Δ.Ε. του ίδιου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α., με την οποία απορρίφθηκε ένσταση του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος κατά της υπ’ αριθμ. …../17-01-2018 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α., με την οποία είχε καταλογιστεί σε βάρος του το ποσό των 49.463,80 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθείσα συμπληρωματική παροχή στη σύνταξή του που ελάμβανε κατά το χρονικό διάστημα από 01-08-2005 έως 30-10-2013, ε) της υπ’ αριθμ. …../Συν. …../18-12-2018 απόφασης της Τ.Δ.Ε. του ίδιου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α., κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε ένσταση του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος κατά της υπ’ αριθμ. ……/17-01-2018 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α., με την οποία είχε καταλογιστεί σε βάρος του το ποσό των 4.904,37 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθείσα προσαύξησης της σύνταξής του λόγω οικογενειακών βαρών, κατ’ άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 1846/1951, κατά το χρονικό διάστημα από 01-02-2001 έως 31-12-2012, πλέον τόκων 1.624,57 ευρώ, απαλλάχθηκε δε ο προσφεύγων - ανακόπτων με την απόφαση της Τ.Δ.Ε. μόνο ως προς τους τόκους.
Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, με αριθμό κατάθεσης …/13-12-2018, η οποία φέρεται νομίμως προς συζήτηση κατόπιν εκδόσεως της 725/2020 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου η υπόθεση να συνεκδικασθεί με το πρώτο κρινόμενο ένδικο βοήθημα, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. …….,……, ……, ……., ………. και …………. ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α), ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. …../13-11-2018 ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο. του Ε.Φ.Κ.Α. (ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α.), με την οποία κλήθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει τα ποσά των 4.904,37 ευρώ και 1.624,57 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 6.528,94 ευρώ, τα οποία βεβαιώθηκαν σε βάρος του με τις προαναφερθείσες στην προηγούμενη σκέψη υπ’ αριθμ. …../01-11-2018 και …../01-11-2018 πράξεις ταμειακών βεβαιώσεων του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο., αντιστοίχως, βάσει της ανωτέρω υπ’ αριθμ. …../17- 01-2018 απόφασης του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Καβάλας.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 4 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), κάθε παροχή που καταβλήθηκε αχρεωστήτως από το Ι.Κ.Α. επιστρέφεται σε αυτό εντόκως, με επιτόκιο 5%. Ακολούθως, με το άρθρο 103 παρ. 1 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 122 του αυτού νόμου, ισχύει από 12-05-2016, προβλέφθηκε ότι «Κάθε παροχή που έχει καταβληθεί από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αχρεώστητα, επιστρέφεται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος και αναζητείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Σε περίπτωση υπαιτιότητάς του αναζητείται εντόκως, με επιτόκιο 3%. …». Εξάλλου, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοικήσεως - γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως και εφαρμόζεται παραλλήλως προς τις ανωτέρω διατάξεις - η αναζήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξή τους, αν οι παροχές αυτές έχουν μεν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος όμως τις έχει εισπράξει καλοπίστως. Η αναζήτηση των πιο πάνω παροχών επιτρέπεται μόνον εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε για τη συνδρομή του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς. Αντιθέτως, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, επιβάλλεται η αναζήτηση από το Ι.Κ.Α. των ποσών αυτών αν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της εισπράξεως και της αναζητήσεως είναι μικρό, εκτός αν αυτός που έχει εισπράξει, παρανόμως πλην καλοπίστως, τις χρηματικές ασφαλιστικές παροχές επικαλεστεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τους στο Ι.Κ.Α. θα είχε ως συνέπεια το σοβαρό κλονισμό της οικονομικής του καταστάσεως (ΣτΕ 1138/2017, 1316/2014, 3145/2013, 928/2009, 2911/2007, 525/2006, 4373/1995, 2488/1993 7μ. κ.α.). Από την αρχή της χρηστής διοικήσεως απορρέει, επίσης, η ειδικότερη υποχρέωση της Διοικήσεως να ασκεί επικαίρως τις ανατιθέμενες σε αυτήν αρμοδιότητες (ΣτΕ 1376/2018, 92/2016, 2572/2015, 1378/2008).
Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 (Α΄ 12) η ανάκληση διοικητικής πράξεως σε χρόνο μικρότερο της πενταετίας από την έκδοσή της θεωρείται ότι γίνεται εντός εύλογου χρόνου. Το άρθρο αυτό δεν ορίζει, πάντως, ότι μετά την πάροδο της πενταετίας η ανάκληση γίνεται πέραν του εύλογου χρόνου και ότι επομένως απαγορεύεται (ΣτΕ 2260/2012, 1358/2011, 1334/2009, 227/2006). Εξάλλου, η δυσμενής ατομική διοικητική πράξη που κατά νόμο δεν δημοσιεύεται, δεν επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι εκείνου τον οποίο αφορά, παρά μόνον από την κοινοποίησή της προς αυτόν, ή τουλάχιστον από την γνώση του. Ο κανόνας αυτός που, χωρίς να καθιστά την κοινοποίηση συστατικό στοιχείο της πράξεως, επιβάλλεται από την αρχή της φανεράς δράσεως της Διοικήσεως, έχει ως συνέπεια πράξη ανακλητική προηγουμένης ευμενούς, από την οποία είχαν απορρεύσει δικαιώματα σε καλόπιστο διοικούμενο, να μην επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι τούτου αν δεν του κοινοποιηθεί ή, τουλάχιστον, αν δεν περιέλθει αποδεδειγμένα σε γνώση του. Όταν, όμως, έχει περάσει ο εύλογος χρόνος μέσα στον οποίο είναι, κατά τις γενικές αρχές του δικαίου, δυνατή η ανάκληση των παρανόμων πράξεων της Διοικήσεως, χωρίς να του έχει κοινοποιηθεί η ανακλητική αυτή πράξη και χωρίς να έχει λάβει γνώση της, η μετά τον χρόνο αυτό κοινοποίηση ή γνώση της πράξεως έχει ως συνέπεια αυτή να αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της έναντι του καλόπιστου τούτου διοικούμενου σε χρόνο που αποδοκιμάζουν οι ως άνω γενικές αρχές. Πράγματι, όπως οι γενικές αυτές αρχές, που απορρέουν από την έννοια του κράτους δικαίου, δεν επιτρέπουν στην Διοίκηση, εν όψει των αρχών της ασφάλειας του δικαίου και της προστατευομένης εμπιστοσύνης των πολιτών, να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της από τις οποίες γεννήθηκαν δικαιώματα σε καλόπιστους διοικούμενους μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου, ώστε να μην αιφνιδιάζεται εκείνος που στηρίχθηκε σε δεδομένη συμπεριφορά της, έτσι πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ίδιες γενικές αρχές για τους ίδιους λόγους δεν επιτρέπουν στην Διοίκηση ούτε να αιφνιδιάζει τον διοικούμενο, κοινοποιώντας ή γνωστοποιώντας του και θέτοντας, έτσι, σε ισχύ, την ανακλητική της πράξη που είχε μεν εκδώσει μέσα στον ως άνω εύλογο χρόνο, χωρίς, όμως, και να πληροφορήσει τον ενδιαφερόμενο ώστε αυτή να αρχίσει έγκαιρα να παράγει ως προς αυτόν τα έννομα αποτελέσματά της. Επομένως, κατά τις γενικές αυτές αρχές, μια τέτοια πράξη που, έστω και αν εκδόθηκε μέσα στον εύλογο χρόνο, αρχίζει να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της μετά την πάροδό του, καθίσταται ακυρωτέα (ΣτΕ 602/2003 Ολομ.). Για την ταυτότητα του λόγου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ίδιες γενικές αρχές για τους ίδιους λόγους δεν επιτρέπουν στη διοίκηση ούτε να αιφνιδιάζει τον καλόπιστο διοικούμενο, όταν, μολονότι διαπιστώνει εγκαίρως την παρανομία που αποτελεί το λόγο ανάκλησης της ευμενούς διοικητικής πράξης, εντούτοις, αδρανεί επί μακρό χρονικό διάστημα χωρίς να εκδίδει την ανακλητική πράξη, δημιουργώντας έτσι στο διοικούμενο την εύλογη πεποίθηση της διατήρησης της πράξης σε ισχύ. Συνεπώς, η μετά πάροδο μακρού χρόνου από τη διαπίστωση της παρανομίας έκδοση ανακλητικής της ευμενούς για το διοικούμενο πράξης, συνιστά, κατά παράβαση των ανωτέρω γενικών αρχών, περίπτωση υπέρβασης του εύλογου χρόνου, εντός του οποίου ηδύνατο η διοίκηση να ανακαλέσει την παράνομη διοικητική πράξη, ως εκ τούτου δε, η ανακλητική πράξη καθίσταται ακυρωτέα (ΣτΕ 3270/2008).
Επειδή, ο Κανονισμός 1408/71 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 «Περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας» (EE L 149, σελ. 2) ορίζει στο άρθρο 45 παρ. 1 αυτού ότι: «Εάν η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτά την απόκτηση, τη διατήρηση, ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών, δυνάμει συστήματος που δεν είναι ειδικό σύστημα κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3, από την πραγματοποίηση περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας, ο αρμόδιος φορέας αυτού του κράτους μέλους λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, στα πλαίσια είτε γενικού είτε ειδικού συστήματος, που εφαρμόζεται σε μισθωτούς ή μη μισθωτούς. Προς το σκοπό αυτό, ο εν λόγω φορέας λαμβάνει υπόψη τις ως άνω περιόδους, σαν να πρόκειται για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει», στο άρθρο 46 ότι: «1. Όταν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομοθεσία κράτους μέλους όσον αφορά το δικαίωμα παροχών πληρούνται, χωρίς να είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί το άρθρο 45 ούτε το άρθρο 40 παράγραφος 3, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες: α) ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής το οποίο οφείλεται: i) αφενός, δυνάμει μόνο των διατάξεων της νομοθεσίας που εφαρμόζει, ii) αφετέρου, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 … 2. Όταν οι προϋποθέσεις, που απαιτούνται από τη νομοθεσία κράτους μέλους για την απόκτηση δικαιώματος παροχών, πληρούνται μόνο μετά την εφαρμογή του άρθρου 45ή/και του άρθρου 40 παράγραφος 3, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες: α) ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το θεωρητικό ποσό της παροχής την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως ή/και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί ο εργαζόμενος (μισθωτός ή μη μισθωτός) είχαν πραγματοποιηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος και υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται κατά την ημερομηνία της εκκαθαρίσεως της παροχής. Αν, κατά τη νομοθεσία αυτή, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν, το ποσό αυτό λαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό που αναφέρεται στο παρόν στοιχείο, β) ο αρμόδιος φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της παροχής, βάσει του θεωρητικού ποσού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, κατ’ αναλογία της διάρκειας των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου, υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει, εν σχέσει προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου υπό τις νομοθεσίες όλων των κρατών μελών στις οποίες έχει υπαχθεί ο ενδιαφερόμενος. 3. Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται, από τον αρμόδιο φορέα κάθε κράτους µέλους, το υψηλότερο ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα µε τις παραγράφους 1 και 2, µε την επιφύλαξη, ενδεχομένως, της εφαρμογής των ρητρών µειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως που προβλέπονται από τη νομοθεσία δυνάμει της οποίας οφείλεται η παροχή αυτή. Στην περίπτωση αυτή, η σύγκριση που πραγματοποιείται αφορά τα ποσά που καθορίζονται µετά την εφαρμογή των εν λόγω ρητρών.…», στο άρθρο 49 ότι: «1. Εάν ο ενδιαφερόμενος δεν συγκεντρώνει, σε δεδομένη στιγμή, αφού ληφθεί ενδεχομένως υπόψη το άρθρο 45 ή/και το άρθρο 40 παράγραφος 3, τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την πληρωμή των παροχών από όλες τις νομοθεσίες των κρατών µελών στις οποίες είχε υπαχθεί, αλλά πληροί µόνον τις προϋποθέσεις µιας ή περισσοτέρων από αυτές, ισχύουν τα ακόλουθα: α) καθένας από τους αρµόδιους φορείς, κατά τη νοµοθεσία του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις, υπολογίζει το ποσό της οφειλόµενης παροχής σύµφωνα µε το άρθρο 46 … 2. Η παροχή ή οι παροχές που έχουν χορηγηθεί δυνάµει µιας ή περισσοτέρων νοµοθεσιών στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, υπόκεινται αυτεπαγγέλτως σε νέο υπολογισµό σύµφωνα µε το άρθρο 46, αφ` ής στιγµής πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από µία ή περισσότερες από τις υπόλοιπες νοµοθεσίες στις οποίες είχε υπαχθεί ο ενδιαφερόµενος, αφού ληφθεί ενδεχοµένως υπόψη το άρθρο 45 και αφού ληφθεί ενδεχοµένως εκ νέου υπόψη η παράγραφος 1. … 3. Πραγματοποιείται αυτεπαγγέλτως νέος υπολογισμός σύμφωνα με την παράγραφο 1 και με την επιφύλαξη του άρθρου 40, παράγραφος 2, όταν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από μία ή περισσότερες από τις εν λόγω νομοθεσίες παύσουν να πληρούνται.» και στο άρθρο 50 ορίζεται ότι: «Ο δικαιούχος παροχών, επί του οποίου εφαρμόσθηκε το παρόν κεφάλαιο, δεν δύναται, στο κράτος στου οποίου το έδαφος κατοικεί και κατά τη νομοθεσία του οποίου του οφείλεται παροχή, να εισπράξει ποσό παροχών μικρότερο από την ελάχιστη παροχή που ορίζεται από την εν λόγω νομοθεσία για περίοδο ασφαλίσεως ή κατοικίας ίση με το σύνολο των περιόδων που ελήφθησαν υπόψη για την εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγουμένων άρθρων. Ο αρμόδιος φορέας του κράτους αυτού του καταβάλλει, ενδεχομένως, καθόλη τη διάρκεια της κατοικίας του στο έδαφος του κράτους αυτού, συμπλήρωμα ίσο με τη διαφορά μεταξύ του ποσού των παροχών που οφείλονται δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου και του ποσού της ελάχιστης παροχής». Περαιτέρω, ο Κανονισμός 574/72 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαρτίου 1972 «περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας» (Κωδικοποιημένη έκδοση - ΕΕ αριθ. L 28 της 30. 1. 1997, σ. 1) όριζε στο άρθρο 49 παρ. 2 ότι: «Σε περίπτωση νέου υπολογισμού καταργήσεως ή αναστολής της παροχής, ο φορέας που έλαβε την απόφαση την κοινοποιεί αμελλητί, ενδεχομένως με τη μεσολάβηση του φορέα εξετάσεως, στον ενδιαφερόμενο και σε κάθε φορέα, έναντι του οποίου ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα. Η απόφαση πρέπει να προσδιορίζει τα ένδικα μέσα και τις προθεσμίες προσφυγής που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία. Οι προθεσμίες προσφυγής αρχίζουν να υπολογίζονται από τη λήψη της αποφάσεως από τον ενδιαφερόμενο». Εξάλλου, το άρθρο 18 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας του Ι.Κ.Α. (Α.Υ.Ε. 57440/13.1.1938-33 Β`), όπως τροποποιήθηκε με την υπ` αριθμ. 33611/1.186/23.4.1964 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (159 Β`) και εξακολουθεί να ισχύει δυνάμει του άρθρ. 60 παρ. 1 εδ. β` αν. ν. 1846/1951, ορίζει ότι: "Η υπηρεσία του Ιδρύματος παρακολουθεί αυτεπαγγέλτως την κατάσταση των συνταξιούχων, αναφέρουσα αμελλητί εις το αρμόδιον όργανον πάσαν μεταβολήν δυναμένην να επιφέρει τροποποίησιν ή άρσιν του δικαιώματος εις σύνταξιν...».
Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951, όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 825/1978 (Α΄ 189), οριζόταν ότι: «Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται διά την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεος του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου εφ` όσον δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου. Καθ` εκάστην εφεξής του κατωτάτου ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου ο ανακαθορισμός της ως άνω προσαυξήσεως, χωρεί από της ημέρας ανακαθορισμού των συντάξεων κατά τας διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος». Με το άρθρο 29 παρ. 4 του ν. 3518/2006 (Α΄ 272/21.12.2006) αντικαταστάθηκαν τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 3 του αυτού άρθρου και νόμου ως εξής: «Το ποσό της σύνταξης λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται για το σύζυγο ή τη σύζυγο κατά το ποσό του ενός και μισού ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, εφόσον ο σύζυγος ή η σύζυγος δεν ασκεί επάγγελμα ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου. Η ανωτέρω προσαύξηση μετά τη χορήγηση της αποτελεί τμήμα του συνολικά καταβαλλόμενου ποσού σύνταξης και αναπροσαρμόζεται εφεξής κατά το ποσοστό αύξησης των συντάξεων του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.».
Επειδή, τέλος, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζει στο άρθρο 63 ότι: «1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή. 2. … 3. Στις περιπτώσεις που από το νόμο προβλέπεται, κατά της πράξης ή της παράλειψης, διοικητική προσφυγή, η οποία ασκείται, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ενώπιον του ίδιου ή ιεραρχικώς προϊσταμένου ή άλλου ειδικώς κατεστημένου, οργάνου, και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή της παράλειψης κατά το νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται για την ενδικοφανή προσφυγή. …», στο άρθρο 217 παρ. 1 ότι: «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) …», στο άρθρο 224 ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. …4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ` αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει το έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. Ισχυρισμοί, που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, μπορούν να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή οποιασδήποτε πράξης της εκτέλεσης, πρέπει δε να αποδεικνύονται αμέσως» και στο άρθρο 227 παρ. 3 [όπως η παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 31 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77)] ότι: «Η ανακοπή κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης μπορεί να σωρευθεί, κυρίως ή επικουρικώς, στο ίδιο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο με την κατά το άρθρο 63 παράγραφος 1 προσφυγή κατά της πράξης που συνιστά τίτλο με βάση τον οποίο έγινε η βεβαίωση. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον η προσφυγή ασκείται εμπροθέσμως, λογίζεται πάντοτε εμπρόθεσμη και η ανακοπή. Η καθ` ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα προσδιορίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την προσφυγή».
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, όπως συμπληρώνονται με όσα προσκομίζονται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σε εκτέλεση της 724/2020 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθμ. …./14-07-1988 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Καβάλας του Ι.Κ.Α. είχε απονεμηθεί στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο από 04-05-1987, βάσει των διατάξεων του Κανονισμού 1408/71 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 «Περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας», λόγω πραγματοποίησης 307 ημερών ασφάλισης στο Ι.Κ.Α. και 6.214 ημερών ασφάλισης στον γερμανικό ασφαλιστικό φορέα. Με την ίδια απόφαση του χορηγήθηκε και η προβλεπόμενη στο άρθρο 50 του Κανονισμού 1408/71 συμπληρωματική παροχή, ποσού 96,35 ευρώ, καθώς και προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών, κατ’ άρθρο 29 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951. Με την υπ’ αριθμ. …../31-01-1997 απόφαση του ίδιου ασφαλιστικού οργάνου, η συνταξιοδότηση του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος παρατάθηκε εφ’ όρου ζωής. Ακολούθως, με το υπ’ αριθμ. …./../09-02-2006 έγγραφο του Τμήματος Συντάξεων Ε.Ε. της Διεύθυνσης Διεθνών Ασφαλιστικών Σχέσεων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. προς το Περιφερειακό Υποκατάστημα Καβάλας του Ιδρύματος απεστάλη σε αυτό αντίγραφο της υπ’ αριθμ. ……………../05- 10-2005 απόφασης του γερμανικού ασφαλιστικού φορέα, με την οποία απονεμήθηκε στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα σύνταξη γήρατος από 01-08-2005, ποσού 647,32 ευρώ. Με το συνημμένο στην απόφαση αυτή ……. έντυπο ο γερμανικός φορέας προσδιόρισε τους μήνες ασφάλισης του προσφεύγοντα - ανακόπτοντα σε 241. Στη συνέχεια, το έτος 2013, με την υπ’ αριθμ. …../23-08-2013 απόφαση του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., αφού ελήφθη υπόψη η ανωτέρω υπ’ αριθμ. ……../……/05-10-2005 απόφασης του γερμανικού ασφαλιστικού φορέα, καθώς και το ότι ο γερμανικός φορέας, κατά τα προεκτεθέντα, προσδιόρισε τους μήνες ασφάλισης του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος σε 241 ήτοι σε 6.266 ημέρες ασφάλισης (241 επί 26), αποφασίστηκε: α) η διακοπή της χορήγησης σε αυτόν της συμπληρωματικής παροχής του άρθρου 50 του Κανονισμού 1408/71, αναδρομικά, από 01-08- 2005, β) τροποποιήθηκε η μηνιαία σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο στο ποσό των 28,10 ευρώ, αναδρομικά, από 04-05-1987 (και στη συνέχεια όπως θα διαμορφώνεται με τους εκάστοτε ανακαθορισμούς), γ) ορίστηκε εκ νέου η συμπληρωματική παροχή στο ποσό των 96,39 ευρώ, μέχρι 31-07-2005, δ) αποφασίστηκε ο συμψηφισμός των υπερβαλλόντων ποσών της σύνταξης που ελάμβανε ο προσφεύγων - ανακόπτων από 04-05-1987 με τα μελλοντικά ποσά της σύνταξης που θα ελάμβανε. Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης δεν προκύπτει η κοινοποίηση της απόφασης αυτής στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα. Στην συνέχεια, μετά την πάροδο ακόμα πέντε περίπου ετών, κατ’ επίκληση της ανωτέρω υπ’ αριθμ. …./23-08-2013 απόφασης, με την υπ’ αριθμ. …../17-01-2018 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α. αποφασίστηκε ο καταλογισμός σε βάρος του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος των ποσών της σύνταξης που έλαβε αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 01-08-2005 έως 30-10-2013, συνολικού ποσού 49.463,80 ευρώ. Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης δεν προκύπτει η κοινοποίηση ούτε της απόφασης αυτής στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα. Κατά της υπ’ αριθμ……/23-08-2013 απόφασης του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Καβάλας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και της υπ’ αριθμ. …../17-01-2018 απόφασης του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α. ο προσφεύγων - ανακόπτων άσκησε τις υπ’ αριθμ. ……/26-06-2018 και ……/23-10-2018 ενστάσεις. Με τις υπ’ αριθμ. …/Συν. …./12-12-2018 και …/Συν. ……/18-12-2018 αποφάσεις της Τ.Δ.Ε. του ίδιου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α. οι ενστάσεις του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος έγιναν τυπικά δεκτές, ως εμπροθέσμως ασκηθείσες, ως εκ της κοινοποιήσεως σε αυτόν των υπ’ αριθμ. …./23-08-2013 και …./17-01-2018 αποφάσεων στις 26-03-2018 και 27-07- 2018, αντιστοίχως, απορρίφθηκαν, όμως, στην ουσία τους. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. …./17- 01-2018 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α. αποφασίστηκε ο καταλογισμός σε βάρος του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος του ποσού των 4.904,37 ευρώ, πλέον τόκων 1.624,57 ευρώ (με επιτόκιο 3%, κατ’ άρθρο 103 του ν. 4387/2016), ήτοι του συνολικού ποσού των 6.528,94 ευρώ, λόγω της αχρεώστητης καταβολής, κατά το χρονικό διάστημα από 01-02-2001 έως 31-12-2012, της προσαύξησης της σύνταξής του λόγω οικογενειακών βαρών, κατ’ άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 1846/1951, με την αιτιολογία ότι η σύζυγός του ήταν ασφαλισμένη στον Ο.Γ.Α. από 01-01-1998. Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης δεν προκύπτει η κοινοποίηση ούτε της απόφασης αυτής στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα. Κατά της απόφασης αυτής ο προσφεύγων - ανακόπτων άσκησε την υπ’ αριθμ. ……./23-10-2018 ένσταση, η οποία, με την υπ’ αριθμ. …./Συν…../18-12-2018 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του ίδιου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α. έγινε μεν τυπικά δεκτή, ως εμπροθέσμως ασκηθείσα, ως εκ της κοινοποιήσεως σε αυτόν της υπ’ αριθμ. …./17-01-2018 απόφασης στις 27-07-2018, ως προς την ουσία της δε, έγινε εν μέρει δεκτή, μόνο ως προς τον καταλογισμό των τόκων (1.624,57 ευρώ), κατ’ επίκληση του άρθρου 103 του ν. 4387/2016, απορριπτομένης αυτής ως προς τον καταλογισμό του κεφαλαίου της οφειλής (4.904,37 ευρώ). Ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. …/17-01-2019 ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο. κλήθηκε ο προσφεύγων - ανακόπτων να καταβάλει: α) τα ποσά των 4.904,37 ευρώ και 1.624,57 ευρώ, όπως βεβαιώθηκαν σε βάρος του με τις υπ’ αριθμ. ……….. και ……./01-11-2018 πράξεις ταμειακών βεβαιώσεων, αντιστοίχως (αρ. χρημ. καταλ. ….. και …../17-01-2018, αντιστοίχως), πλέον προσθέτων τελών ποσών 73,55 ευρώ και 24,37 ευρώ, αντιστοίχως και β) το ποσό των 49.463,80 ευρώ, όπως βεβαιώθηκε σε βάρος του με την υπ’ αριθμ. …………/31-12-2018 πράξη ταμειακής βεβαίωσης (αρ. χρημ. καταλ. …./17-01-2018). Εξάλλου, με την υπ’ αριθμ. …/13-11-2018 ατομική ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο. του Ε.Φ.Κ.Α. και πριν ακόμη από τη συζήτηση ενώπιον της Τ.Δ.Ε. της ένστασης του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος κατά της υπ’ αριθμ. …/17-01-2018 καταλογιστικής απόφασης, κλήθηκε αυτός να καταβάλει τα ως άνω ποσά των 4.904,37 ευρώ και 1.624,57 ευρώ.
Επειδή, με το πρώτο κρινόμενο ένδικο βοήθημα, όπως αναπτύσσεται με το από 21-11-2019 υπόμνημα, ζητείται η ακύρωση των υπ’ αριθμ. ……../Συν. /.../12-12-2018, 1124/Συν. …./18-12- 2018 και …../Συν. ……/18-12-2018 αποφάσεων της Τ.Δ.Ε. του ίδιου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α., των υπ’ αριθμ. ….. και …………./01-11-2018 και ……../31-12-2018 πράξεων ταμειακών βεβαιώσεων, καθώς και της υπ’ αριθμ. …../17-01-2019 ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο., προβάλλεται δε, κατ’ αρχάς, ότι η αξίωση του Ε.Φ.Κ.Α. για την αναζήτηση των ως άνω αχρεωστήτως εισπραχθέντων συνταξιοδοτικών παροχών, κατά το μέρος που ανάγεται πριν από το έτος 2003, έχει υποπέσει στην δεκαετή παραγραφή του άρθρου 27 παρ. 7 περ. α΄ του α.ν. 1846/1951, όπως αναφέρεται στο σχετικώς συνταχθέν υπ’ αριθμ. …../…../11-12-2018 έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη προς τον Διευθυντή και την Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η αναζήτηση των ως άνω αχρεωστήτως εισπραχθέντων συνταξιοδοτικών παροχών χωρεί κατά παράβαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, καθώς και ότι έρχεται σε αντίθεση προς την κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, τις αρχές της επιείκειας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Τέλος, προβάλλεται ότι η αναζήτηση των ως άνω αχρεωστήτως εισπραχθέντων συνταξιοδοτικών παροχών αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοικήσεως, ως εκ της παρόδου εύλογου χρόνου από την είσπραξή τους, των όλως περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων του προσφεύγοντος, σε συνδυασμό προς την ηλικία του και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει (κακοήθες νεόπλασμα του παχέος εντέρου και επικείμενη χειρουργική επέμβαση), καθώς και της μη συνδρομής δόλου στο πρόσωπό του, προβαλλομένου, συναφώς, ότι το εντεύθεν προκύπτον συνολικό ποσό του καταλογισμού οφείλεται στην παράλειψη της κοινοποίησης σε αυτόν, επί πενταετίας, της υπ’ αριθμ. …../23-08-2013 απόφασης, καθώς και στην έλλειψη οργάνωσης και συντονισμού των αρμοδίων υπηρεσιών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.. Αντιθέτως, με την από 04-11-2019 έκθεση απόψεων, όπως αναπτύσσεται με τα από 22-11-2019 και 20-11-2020 υπομνήματα του Ε.Φ.Κ.Α., ζητείται η απόρριψη του κρινόμενου ενδίκου βοηθήματος.
Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, όπως αναπτύσσεται με το από 21-11-2019 υπόμνημα, ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ…../13-11-2018 ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο. του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και των υπ’ αριθμ. …… και …./01-11- 2018 πράξεις ταμειακών βεβαιώσεων, προβάλλεται δε, κατ’ επίκληση των όσων έχουν κριθεί με την 2281/2000 απόφαση της Ολομελείας, καθώς με τις 2982/2007 (επταμελούς συνθέσεως) και 1825/2010 αποφάσεις του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 108 παρ. 1 και 120 παρ. 4 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (ΑΥΕ 55575/Ι 1479/18.11.1965, Β΄ 816), σε συνδυασμό προς τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Κ.Δ.Δ., αφού δεν είχε ολοκληρωθεί η διοικητική διαδικασία, με την έκδοση απόφασης της Τ.Δ.Ε. επί της ενστάσεως του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος κατά της υπ’ αριθμ. …./17-01-2018 καταλογιστικής απόφασης. Αντιθέτως, με την από 04-11-2019 έκθεση απόψεων, όπως αναπτύσσεται με τα από 22-11-2019 και 20-11-2020 υπομνήματα του Ε.Φ.Κ.Α., ζητείται η απόρριψη της ανακοπής.
Επειδή, το πρώτο κρινόμενο ένδικο βοήθημα στρέφεται ρητώς τόσο κατά των υπ’ αριθμ. …./Συν. …/12-12-2018, …../Συν. …/18-12-2018 και …./Συν. …/18-12-2018 αποφάσεων της Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α., όσο και κατά των υπ’ αριθμ. ………….και ……../01-11-2018 και ………/31-12-2018 πράξεων ταμειακών βεβαιώσεων, καθώς και κατά της, στερούμενης εκτελεστότητας (πρβλ. ΣτΕ 1552/2017, 1367/2016, 2999/2013, 4411, 4417/2011 κ.α.), υπ’ αριθμ. …/17-01-2019 ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο.. Εξάλλου, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης, με τους οποίους κατ’ αρχήν αμφισβητείται η ουσιαστική βασιμότητα των ένδικων οφειλών, όπως αυτές οριστικοποιήθηκαν με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις της Τ.Δ.Ε. ενέχουν, καθ’ ερμηνεία, και την αμφισβήτηση της νομιμότητας των υπ’ αριθμ. …. και …./01-11-2018 και ………/31-12-2018 πράξεων ταμειακών βεβαιώσεων, υπό την ειδικότερη έννοια της μη νόμιμης διενέργειάς τους λόγω μη εξάντλησης της προβλεπομένης διοικητικής διαδικασίας, δηλαδή της εξέτασης από την Τ.Δ.Ε. των ενστάσεων του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος κατά των υπ’ αριθμ. … και …/17-01-2018 και …./23-08-2013 αποφάσεων [άρθρο 120 παρ. 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 108 παρ. 1 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (ΑΥΕ 55575/Ι 1479/18.11.1965, Β΄ 816)], ως προϋπόθεση για τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, συμπεριλαμβανομένης της αποστολής σε αυτόν ατομικής ειδοποίησης, η οποία αποτελεί την πράξη έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την οποία καλείται να καταβάλει την οφειλή του (βλ. ΣτΕ 2982/2007 7μ., σκ. 5 και 1825/2010, σκ. 4). Με τα δεδομένα αυτά, το πρώτο κρινόμενο ένδικο βοήθημα έχει τον χαρακτήρα προσφυγής, στην οποία σωρεύεται παραδεκτώς ανακοπή, κατ’ άρθρο 227 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. Εξάλλου, και υπό την αντίθετη εκδοχή, ότι, δηλαδή, έχει αποκλειστικά τον χαρακτήρα προσφυγής, πάντως, η τυχόν ακύρωση (ή μεταρρύθμιση) των προσβαλλόμενων αποφάσεων της Τ.Δ.Ε. θα συνεπαγόταν αυτοδικαίως την επιγενόμενη απώλεια του νομίμου ερείσματος (ολικώς ή μερικώς, αντιστοίχως) των συμπροσβαλλόμενων πράξεων ταμειακών βεβαιώσεων. Περαιτέρω, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη ανακοπή λογίζεται ότι στρέφεται παραδεκτώς κατά των υπ’ αριθμ…../01-11-2018 και ……../01-11-2018 πράξεων ταμειακών βεβαιώσεων, οι οποίες γνωστοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα με την υπ’ αριθμ. ……/13-11-2018 ατομική ειδοποίηση. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου η νομότυπη κοινοποίηση στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα των προσβαλλόμενων αποφάσεων της Τ.Δ.Ε. και των προσβαλλόμενων ατομικών ειδοποιήσεων, αμφότερα τα κρινόμενα ένδικα βοηθήματα λογίζονται ως εμπροθέσμως ασκηθέντα (άρθρο 66 παρ. 1 περ. Α. υποπερ. α) ii και παρ. 3 και άρθρο 227 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ.).
Επειδή, αν και η υπ’ αριθμ. ……./………./05-10-2005 απόφαση του γερμανικού ασφαλιστικού φορέα, με την οποία απονεμήθηκε στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα σύνταξη γήρατος από 01-08-2005, είχε τεθεί υπόψη του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Καβάλας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με το υπ’ αριθμ. …./……/09-02-2006 έγγραφο του Τμήματος Συντάξεων Ε.Ε. της Διεύθυνσης Διεθνών Ασφαλιστικών Σχέσεων του Ιδρύματος, εντούτοις, η διακοπή της καταβολής της συμπληρωματικής παροχής του άρθρου 50 του Κανονισμού 1408/71 εχώρησε μόλις το έτος 2013, ήτοι μετά την άπρακτη πάροδο 6,5 ετών, με την υπ’ αριθμ. ……/23-08-2013 απόφαση του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., η οποία, μάλιστα, όχι μόνο δεν κοινοποιήθηκε αμέσως στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα, αλλά ο τελευταίος έλαβε γνώση αυτής μόλις στις 26-03-2018, ήτοι μετά την άπρακτη πάροδο ακόμα 4,5 περίπου ετών από την έκδοσή της, όπως έγινε δεκτό με την υπ’ αριθμ. ……./Συν. …../12-12-2018 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α. Η αδράνεια δε αυτή των αρμοδίων οργάνων του Ιδρύματος, εξ αιτίας της οποίας ο προσφεύγων - ανακόπτων συνέχισε να λαμβάνει την επίμαχη συμπληρωματική παροχή, με συνέπεια να ανέλθει αυτή στο συνολικό ποσό των 49.463,80 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από 01-08-2005 έως 30-10-2013, ουδόλως ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ούτε προβάλλεται κάποιος ισχυρισμός προς δικαιολόγηση της αδράνειας αυτής. Κατά μείζονα λόγο δε, η ως άνω αδράνεια των αρμοδίων οργάνων του Ε.Φ.Κ.Α. να ασκήσουν επικαίρως την αρμοδιότητά τους συνεχίστηκε και όσον αφορά την έκδοση της υπ’ αριθμ. …../17-01-2018 καταλογιστικής απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α., αφού και αυτή εκδόθηκε μετά την άπρακτη πάροδο 4,5 περίπου ετών από την έκδοση της ανωτέρω υπ’ αριθμ. ……/23-08-2013 απόφασης, στην οποία αυτή ερείδεται, χωρίς, και πάλι, να δικαιολογείται η αδράνεια αυτή. Με τα δεδομένα αυτά, μολονότι, δηλαδή, είχε διαπιστωθεί εγκαίρως από τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α., ήδη από το έτος 2006, ο λόγος διακοπής της καταβολής της επίμαχης συμπληρωματικής παροχής, εντούτοις αδράνησαν επί μακρό χρονικό διάστημα (6,5 έτη) μέχρι την έκδοση της υπ’ αριθμ. ……/23-08-2013 απόφασης, με συνέπεια τη διόγκωση του εντεύθεν προκύπτοντος συνολικού ποσού του καταλογισμού, ακολούθως δε, αδράνησαν ακόμη περισσότερο (4,5 περίπου έτη) μέχρι την έκδοση της υπ’ αριθμ. …../17-01-2018 καταλογιστικής απόφασης, αλλά και την κοινοποίηση στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα της υπ’ αριθμ. ………./23-08-2013 απόφασης, κατά παράβαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των καλόπιστων πολιτών (πρβλ. ΣτΕ 3270/2008, 602/2003 Ολομ.), το Δικαστήριο κρίνει ότι ο χρόνος που μεσολάβησε από τη διακοπή της είσπραξης από τον προσφεύγοντα της επίμαχης συμπληρωματικής παροχής μέχρι την έκδοση της υπ’ αριθμ. …../17-01-2018 καταλογιστικής απόφασης, ορώμενος αυτοτελώς, αλλά και σε συνάρτηση με το διαδραμόν χρονικό διάστημα των 6,5 ετών, από την περιέλευση σε γνώση των αρμοδίων οργάνων του Ι.Κ.Α. της υπ’ αριθμ. ………/…../05-10-2005 απόφασης του γερμανικού ασφαλιστικού φορέα, μέχρι την έκδοση της υπ’ αριθμ. ……/23-08-2013 απόφασης, υπερβαίνει τον εύλογο, κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τρίτη σκέψη. Κατ’ ακολουθίαν, η υπ’ αριθμ. ……/17-01-2018 καταλογιστική απόφαση καθίσταται ακυρωτέα. Αβασίμως προβάλλεται δε, με το από 20-11-2020 υπόμνημα του e-Ε.Φ.Κ.Α., ότι ο προσφεύγων - ανακόπτων τελούσε σε δόλο κατά την είσπραξη της επίμαχης παροχής, εκ του ότι δεν δήλωσε στο Ίδρυμα τη συνταξιοδότησή του από τον γερμανικό φορέα. Τούτο διότι, όπως έχει κριθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ήδη Δ.Ε.Ε.), οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να στηρίξουν στο άρθρο 49 του Κανονισμού 574/72 ΕΟΚ τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους ότι η περίπτωσή τους θα αντιμετωπιστεί με επιμέλεια από τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως των διαφόρων κρατών μελών εντός των οποίων έχουν εργαστεί, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να μεριμνήσουν οι ίδιοι για τη διαβίβαση των διοικητικών πληροφοριών που τους αφορούν από τον ένα φορέα στον άλλο, εν πάση περιπτώσει δε, με το υπ’ αριθμ. …./…./09-02- 2006 έγγραφο του Τμήματος Συντάξεων Ε.Ε. της Διεύθυνσης Διεθνών Ασφαλιστικών Σχέσεων του Ιδρύματος είχε τεθεί σε γνώση του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Καβάλας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. η υπ’ αριθμ. ………/05-10-2005 συνταξιοδοτική απόφαση του γερμανικού ασφαλιστικού φορέα (ΔΕΚ απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C-34/02 …….,σκ. 71 και 72). Αβασίμως προβάλλεται, ακόμη, με το υπόμνημα του e-Ε.Φ.Κ.Α., ότι, για την εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοίκησης, όπως εξειδικεύεται ερμηνευτικά στην τρίτη σκέψη, ο εύλογος χρόνος μεταξύ της αχρεώστητης είσπραξης από τον ασφαλισμένο της ασφαλιστικής παροχής και μέχρι την αναζήτησή της δεν μπορεί να θεωρείται μικρότερος από τον χρόνο της παραγραφής των αντίστοιχων αξιώσεων των ασφαλιστικών οργανισμών, ήτοι της εικοσαετίας, κατ’ άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), καθότι το ζήτημα κατά πόσον η πάροδος ορισμένου χρόνου από την έκδοση της καταλογιστικής διοικητικής πράξεως υπερβαίνει ή όχι τον εύλογο χρόνο κρίνεται εκάστοτε από το δικαστήριο αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως (ΣτΕ 2260/2012, 2545/2010 7μ.), ουδόλως προκύπτει, άλλωστε, από το γράμμα ή από τον σκοπό της ανωτέρω διάταξης, ο αποκλεισμός της εφαρμογής της αρχής της χρηστής διοίκησης, όπως έχει νομολογιακά διαμορφωθεί, στις περιπτώσεις αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθεισών ασφαλιστικών παροχών. Περαιτέρω, και υπό την εκδοχή ότι η ανωτέρω υπ’ αριθμ. ……/23-08-2013 απόφαση, η οποία ενέχει την μερική ανάκληση της υπ’ αριθμ. ……../14-07-1988 συνταξιοδοτικής απόφασης (βάσει της οποίας καταβαλλόταν στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα η παροχή αυτή), για το μερικότερο διάστημα από 01-08-2005 και μέχρι εκδόσεώς της, εκδόθηκε εντός ευλόγου χρόνου, πάντως, με τα ανωτέρω δεδομένα, η κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα στις 26-03-2018 έλαβε χώρα καθ’ υπέρβαση του ευλόγου χρόνου, κατ’ ακολουθία δε, καθίσταται ακυρωτέα και η υπ’ αριθμ……./23-08-2013 απόφαση καθ’ εαυτή, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τέταρτη σκέψη. Συνεπώς, μη νομίμως έγιναν δεκτά τα αντίθετα με τις υπ’ αριθμ. …../Συν. …./12-12-2018 και ……/Συν. …./18-12-2018 αποφάσεις της Τ.Δ.Ε. του ίδιου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α.
Επειδή, περαιτέρω, ο α.ν. 1846/1951 ορίζει στο άρθρο 27 παρ. 6 [όπως η παρ. 7 αναριθμήθηκε σε παράγραφο 6 με το άρθρο 56 παρ. 2 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1) και τροποποιήθηκε διαδοχικά με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270) και το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2972/2001 (Α΄ 291)] ότι: «Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α., για τη βεβαίωση σε ευρεία έννοια όλων των χρηματικών απαιτήσεών του … υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή η οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. … Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α. προς είσπραξη όλων των χρηματικών απαιτήσεών του, καθώς και των απαιτήσεων των φορέων, κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής, των οποίων τις εισφορές συνεισπράττει το Ι.Κ.Α., παραγράφεται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια (ταμειακό). …». Περαιτέρω, με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του προαναφερόμενου ν. 4093/2012, το οποίο ισχύει από 21-11-2012, κατά το άρθρο τρίτο του αυτού νόμου, προβλέφθηκε ότι «Αξιώσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας που αφορούν την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών παραγράφονται μετά εικοσαετία από την τελευταία καταβολή. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται».
Επειδή, ο νομοθέτης δύναται να παρατείνει τον χρόνο παραγραφής, μη δεσμευόμενος κατά τούτο από το Σύνταγμα, μόνον των αξιώσεων εκείνων για τις οποίες ο χρόνος αυτός δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του νεότερου νόμου. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα προσέκρουε όχι μόνο στην συνταγματική αρχή της ισότητας, αλλά προεχόντως στις εκ της αρχής του Κράτους δικαίου ευθέως συναγόμενες επί μέρους συνταγματικές αρχές της νομικής ασφάλειας και της προστατευομένης εμπιστοσύνης (ιδίως εκ των άρθρ. 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντ.), προς την τελευταία δε αρχή ευθέως συγκρούονται νόμοι οι οποίοι ρυθμίζουν αναδρομικώς και κατά τρόπον επαχθή ήδη περατωθείσες βιοτικές σχέσεις, τέτοια δε αναδρομική ρύθμιση είναι τότε μόνον θεμιτή, οσάκις η εμπιστοσύνη του πολίτη προς την σταθερότητα ορισμένης νομικής καταστάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εν τοις πράγμασι δικαιολογημένη, οπότε και δεν απολαμβάνει συνταγματικής προστασίας (ΣτΕ 1508/2002). Ενόψει αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012 δεν καταλαμβάνει αξιώσεις του Ε.Φ.Κ.Α., ως καθολικού διαδόχου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθεισών στους ασφαλισμένους του παροχών, για τις οποίες ο χρόνος παραγραφής τους είχε ήδη συμπληρωθεί, κατ’ άρθρο 27 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, κατά την έναρξη ισχύος της ανωτέρω διατάξεως του ν. 4093/2012. Συνεπώς, εν προκειμένω, η αξίωση του Ε.Φ.Κ.Α., ως καθολικού διαδόχου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., για την επιστροφή της αχρεωστήτως καταβληθείσας στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα προσαύξησης της σύνταξής του λόγω οικογενειακών βαρών, κατ’ άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 1846/1951, καθόσον ανάγεται στο χρονικό διάστημα από 01-02-2001 έως 20-11-2002, είχε υποπέσει στη δεκαετή παραγραφή του άρθρου 27 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, μη εφαρμοζόμενης, για το χρονικό αυτό διάστημα, του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012. Αντιθέτως, η αυτή αξίωση του Ε.Φ.Κ.Α., καθόσον ανάγεται στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα από 21-11-2002 έως 31-12-2012, ως εκ του χρόνου εκδόσεως της υπ’ αριθμ. …../17-01-2018 καταλογιστικής απόφασης, δεν είχε υποπέσει στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012, το οποίο έλκεται σε εφαρμογή, αφού κατά το ευθύς ανωτέρω χρονικό διάστημα και μέχρι τη θέση σε ισχύ της νεότερης ως άνω διάταξης δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί η δεκαετής παραγραφή του άρθρου 27 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. …./Συν. ../18-12-2018 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α. μεταρρυθμίστηκε η υπ’ αριθμ. …/17-01-2018 καταλογιστική απόφαση του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α., γενομένης εν μέρει δεκτής της ένστασης του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος, ως προς τον σε βάρος του καταλογισμό των τόκων επί του κεφαλαίου της αχρεώστητης συνταξιοδοτικής παροχής. Η κρίση αυτή της Τ.Δ.Ε. περί απαλλαγής του προσφεύγοντος από τους τόκους ενέχει αναγκαίως και κατά λογική ακολουθία την παραδοχή, κατ’ άρθρο 103 του ν. 4387/2016, το οποίο, άλλωστε, μνημονεύεται στο σώμα της απόφασης, ότι ο προσφεύγων - ανακόπτων τελούσε σε καλή πίστη κατά την είσπραξη της επίμαχης προσαύξησης της σύνταξής. Με την κρινόμενη δε προσφυγή δεν μεταβιβάστηκε ενώπιον του δικάζοντος Δικαστηρίου το κεφάλαιο αυτό της ανωτέρω απόφασης της Τ.Δ.Ε., το ζήτημα, δηλαδή, της συνδρομής καλής πίστης στο πρόσωπο του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος και της συνακόλουθης απαλλαγής του από τους τόκους (ζήτημα το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής διάγνωσης μόνο κατόπιν ασκήσεως αντίθετης προσφυγής από τον Ε.Φ.Κ.Α., κατά της υπ’ αριθμ. …./Συν. …./18-12-2018 απόφασης της Τ.Δ.Ε. κατά το κεφάλαιο αυτό), συνεπώς δεν δύναται να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο το ζήτημα της συνδρομής ή μη δόλου στο πρόσωπο του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος, κατά την είσπραξη της επίμαχης συνταξιοδοτικής παροχής, αφού δεν αποτελεί αντικείμενο της δίκης, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά, αντιθέτως, το δικάζον Δικαστήριο δεσμεύεται από την κρίση της Τ.Δ.Ε. περί καλοπιστίας του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος. Ενόψει αυτών, η αναζήτηση της αχρεώστητης επίμαχης συνταξιοδοτικής παροχής, με την υπ’ αριθμ. …./17-01-2018 καταλογιστική απόφαση, για το χρονικό διάστημα από 21-11-2002 έως 31-12-2012, μετά την πάροδο πέντε ετών από την τελευταία είσπραξή της, λαμβανομένων υπόψη και των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει ο προσφεύγων - ανακόπτων (κακοήθες νεόπλασμα του παχέος εντέρου και προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση στις 02-12-2019, προσκομιζόμενων σχετικώς των από 01-11-2019 ιατρικών βεβαιώσεων του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας), σε συνδυασμό προς την ηλικία του (80 ετών), έρχεται σε αντίθεση προς την αρχή της χρηστής διοίκησης, λόγω υπέρβασης του ευλόγου χρόνου για την αναζήτησή της, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τρίτη σκέψη. Συνεπώς, μη νομίμως έγινε δεκτό το αντίθετο με την υπ’ αριθμ. …../Συν. …../18-12-2018 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α.
Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, ακυρωτέες αποβαίνουν οι υπ’ αριθμ. ………… και …./01-11-2018 και ……./31-12-2018 πράξεις ταμειακών βεβαιώσεων, λόγω της απώλειας των νομίμων ερεισμάτων τους.
Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αμφότερα τα ένδικα βοηθήματα πρέπει να γίνουν δεκτά, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών λόγων ακύρωσης, και να ακυρωθούν: α) οι υπ’ αριθμ. …/Συν. …/12-12-2018, …./Συν…../18-12-2018 και …./Συν. …./18-12-2018 (κατά το μέρος που προσβάλλεται) αποφάσεις της Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α., β) οι υπ’ αριθμ. ……. και ………/01-11-2018 και ……./31-12-2018 πράξεις ταμειακών βεβαιώσεων του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο. του Ε.Φ.Κ.Α. Τέλος, πρέπει να επιστραφούν στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα τα καταβληθέντα παράβολα (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.) και να καταλογιστούν σε βάρος του e-Ε.Φ.Κ.Α. τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.), τα οποία ανέρχονται συνολικά σε 133,40 ευρώ (βλ. σχετ. τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Συνεκδικάζει τα κρινόμενα ένδικα βοηθήματα και δέχεται αυτά.
Ακυρώνει: α) τις υπ’ αριθμ. …./Συν. …./12-12-2018, …./Συν…../18-12-2018 και …../Συν. …./18-12- 2018 αποφάσεις της Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καβάλας του Ε.Φ.Κ.Α., β) τις υπ’ αριθμ. …… και ……/01-11-2018 και ………………../31-12-2018 πράξεις ταμειακών βεβαιώσεων του Υποκαταστήματος Καβάλας του Κ.Ε.Α.Ο. του Ε.Φ.Κ.Α., κατά το σκεπτικό.
Διατάσσει την επιστροφή στον προσφεύγοντα - ανακόπτοντα των καταβληθέντων παραβόλων.
Καταλογίζει σε βάρος του e-Ε.Φ.Κ.Α. τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος - ανακόπτοντος, συνολικού ποσού εκατόν τριάντα τριών ευρώ και σαράντα λεπτών (133,40 ευρώ). Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Καβάλα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 20-4-2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ν.Σ.
Πολιτική για τα cookies
Ένα cookie είναι ένα απλό αρχείο κώδικα που αποθηκεύεται στον υπολογιστή ή στην κινητή συσκευή σας από τον διακομιστή ενός ιστότοπου και μόνο αυτός ο διακομιστής είναι σε θέση να ανακτήσει ή να διαβάσει τα περιεχόμενα αυτού του cookie. Κάθε cookie είναι μοναδικό για το φυλλομετρητή σας. Περιέχει κάποιες ανώνυμες πληροφορίες, όπως ένα μοναδικό αναγνωριστικό και το όνομα του ιστότοπου και κάποια ψηφία και αριθμούς. Το cookie επιτρέπει σε έναν ιστότοπο να θυμάται πράγματα, όπως οι προτιμήσεις σας ή το τι περιέχεται στο καλάθι αγορών σας.
Τα cookies που συλλέγουμε είναι τα εξής:
ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗΣ | COOKIE | ΔΙΑΡΚΕΙΑ |
google.com | _ga _gat _gid 1P_JAR APISID DV HSID NID SAPISID SID SIDCC SSID UULE | Τα cookies στατιστικής ανάλυσης βοηθούν τους ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας να καταλάβουν πώς διαδρούν οι επισκέπτες με την ιστοσελίδας συλλέγοντας και αποστέλλοντας ανώνυμες πληροφορίες. |